Μαθήματα αυτογνωσίας

23.10.2007
«Κάθε σκηνοθέτης που σέβεται τον εαυτό του έχει μόνο ένα θέμα, και τελικά κάνει την ίδια ταινία ξανά και ξανά. Το δικό μου θέμα είναι η εκμετάλλευση των συναισθημάτων, όποιος και αν είναι αυτός που το πράττει. Είναι ένα μόνιμο θέμα. Είτε είναι το κράτος που εκμεταλλεύεται τον πατριωτισμό, είτε σε μία σχέση, που ο ένας σύντροφος καταστρέφει τον άλλο».

Από τον Γιώργο Κρασσακόπουλο

«Κάθε σκηνοθέτης που σέβεται τον εαυτό του έχει μόνο ένα θέμα, και τελικά κάνει την ίδια ταινία ξανά και ξανά. Το δικό μου θέμα είναι η εκμετάλλευση των συναισθημάτων, όποιος και αν είναι αυτός που το πράττει. Είναι ένα μόνιμο θέμα. Είτε είναι το κράτος που εκμεταλλεύεται τον πατριωτισμό, είτε σε μία σχέση, που ο ένας σύντροφος καταστρέφει τον άλλο».

Μπορεί η γερμανική ηχώ του ονόματός του, οι ελάχιστα ελκυστικοί τίτλοι, μια (αδικαιολόγητη πλην) βαριά αίσθηση «70s κουλτούρας» κι εκείνο το τραγούδι του Τζίμη Πανούση «Φράνσις Φόρντ Κόπολα, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί» να έχουν δημιουργήσει στους νεότερους σινεφίλ μια αίσθηση τρόμου απέναντι στις ταινίες του μάλλον παρεξηγημένου Γερμανού δημιουργού. Αντίθετα από άλλους περισσότερο καλλιγραφημένους, ευγενικούς ή αν προτιμάτε εύπεπτους συναδέλφούς του, ο Φασμπίντερ δεν είχε την τύχη να γνωρίσει ποτέ τη «δόξα» των επανεκδόσεων ή την επανάληψη των θερινών προβολών που για πολλούς αποτελούν τη μητέρα της κινηματογραφικής μάθησης ούτε καν την τιμή ενός φεστιβαλικού αφιερώματος, καθώς πιθανότατα δεν θεωρείται ιδιαιτέρα άγνωστος αλλά δυστυχώς ούτε καν αρκετά «εξωτικός». Στην ελληνική τηλεόραση τα φιλμ του έχουν να εμφανιστούν στη μεταμεσονύκτια έστω ζώνη από την εποχή που ο Γιάννης Μπακογιανόπουλος φρόντιζε να στέλνει για ύπνο εκείνους για τους οποίους η «Κινηματογραφική Λέσχη» δεν ήταν κατάλληλη, ενώ σε DVD δεν κυκλοφορούν παρά ελάχιστοι (οι πιο δημοφιλείς) τίτλοι του. Προφανώς είναι δύσκολο να εκτιμήσεις κάτι που δεν γνωρίζεις, το δυστύχημα όμως στην περίπτωση του Φασμπίντερ είναι πως όχι μόνο τα φιλμ του αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία αλλά πως σήμερα ίσως αντηχούν πολύ καλύτερα απ όσο την εποχή της πρώτης τους προβολής.

Οσο ζούσε ο ίδιος, ήταν μοιραίο οι ταινίες του να βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα: Η ζωή του ήταν τόσο πιο έντονη, τόσο πιο σκανδαλώδης, τόσο πιο προβοκατόρικη που η εικόνα του, προηγούνταν αυτών των ταινιών του. Ναρκωτικά, σεξ, θυελλώδεις σχέσεις, περισσότερα ναρκωτικά ακόμη πιο πολύ σεξ, δράματα και εκκωφαντικές δηλώσεις, λίγα ακόμη ναρκωτικά και σεξ... Ο Φασμπίντερ υπήρξε η απόλυτη ενσάρκωση του ιδανικού ήρωα του καταραμένου σύμπαντός του, όμως πέρα από ένα κινούμενο σκάνδαλο υπήρξε αναμφίβολα κι ένας δημιουργός με μια μοναδική άποψη για τους ανθρώπους, τη ζωή, τον θάνατο και όσα βρίσκονται ανάμεσά τους. Ρίχνοντας ξανά μια προσεκτική ματιά στο έργο του σήμερα, αψηφώντας τον ομολογουμένως ελαφρώς εκφοβιστικό όγκο του, μπορείς όχι μόνο να το τοποθετήσεις στις αληθινές του διαστάσεις, αλλά και να ανακαλύψεις μια φωνή που είναι εξαιρετικά σύγχρονη και ζωντανή.

Μπορεί ο Φασμπίντερ να υπήρξε γέννημα θρέμμα της μεταπολεμικής Γερμανίας, τα φιλμ του όμως δεν περιορίζονται στην εμπειρία του δημιουργού τους, αντίθετα μοιάζουν να περιγράφουν με απόλυτη ειλικρίνεια και δίχως να ωραιοποιούν στο ελάχιστο τη θέση μας σε αυτή τη ζωή. Οι άνθρωποι για τον Φασμπίντερ δεν είναι παρά σκουπιδάκια που στριφογυρίζουν στη δίνη ενός σαρωτικού ανέμου, μικρά έντομα που λιώνουν στο πέλμα του χρόνου δίχως εκείνος να αντιλαμβάνεται καν την ύπαρξή τους. Οι έρωτές τους, οι θάνατοί τους, οι χαρές και τα δράματα που τους ορίζουν δεν είναι παρά μικρά χαλικάκια που ρίχνουν σκιές βράχων, τόσο συγκινητικά γιατί είναι τόσο ασήμαντα. Για όσους είχαν την ευκαιρία να το ανακαλύψουν, οι ταινίες του Φασμπίντερ είναι κάτι περισσότερο από απλά κινηματογραφικά έργα, είναι αληθινά μαθήματα αυτογνωσίας, ο καλύτερος τρόπος να αντιληφθείς μέσα από αυτές το αληθινό σου μέτρο. Κι αν οι όποιες άλλες αρετές τους, αφηγηματικές, καλλιτεχνικές, συναισθηματικές δεν είναι αρκετές για να κάνουν το σινεμά του απαραίτητο, μόνο γι αυτό, οι ταινίες του θα έπρεπε να αποτελούν εγχειρίδιο ζωής. Αλλά από την άλλη, ίσως γι αυτό ακριβώς τον λόγο να παραμένουν εδώ και χρόνια δυσπρόσιτες, τρομακτικές και εν πολλοίς άγνωστες...

Κάθε άντρας σκοτώνει αυτό που αγαπάει
Η λυσσαλέα δίψα για ζωή του Φασμπίντερ αποτελεί από μόνη της ένα σοκαριστικό τελετουργικό για την ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Οταν στις 10 Ιουνίου του 1982 βρέθηκε νεκρός, το πιστοποιητικό του θανάτου έγραφε ανακοπή, που προκλήθηκε από το φερόμενο ως μοιραίο μείγμα βαρβιτουρικών και κοκαϊνης -απαραίτητο βοήθημα για να ξεπερνάει το πρόβλημα του ύπνου, έτσι ώστε να εξυπηρετεί το βαρύ πρόγραμμα της δουλειάς του.

Η ίδια αυτή δίψα για ζωή και δράση ήταν που έφεραν τον Φασμπίντερ στη θέση του πιο ιδιόρρυθμου, «ακαταχώριστου», «επικίνδυνου» σκηνοθέτη της Ευρώπης. Ο Φασμπίντερ στις ταινίες του αντιμετώπιζε πρώτα τις αδυναμίες των ανθρώπων και μετά τους ίδιους - και γι αυτό αποτελούσε μόνιμη απειλή για διάφορους και διαφορετικούς κάθε φορά εχθρούς. Τη μία έβρισκε απέναντί του τις έξαλλες φεμινίστριες, την άλλη τους ακτιβιστές γκέι, μια άλλη φορά τους «νοικοκυραίους» χριστιανούς και, μια ακόμη, τους εβραίους. Ο Φασμπίντερ αντιμετώπιζε τον άνθρωπο στις ταινίες του, ως το σύνολο των παθών του και όχι ως μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα...

Αυτό που είχε σημασία για τον ίδιο, είχε και για τη Λόλα, τη Λιλί Μαρλέν, τη Βερόνικα Φος, τον Κερέλ, την Πέτρα Φον Καντ, τη Μαρία Μπράουν, τον Αλι, την Εφι Μπριστ, τη Μάρθα: το προσωπικό πάθος του καθένα τους που ξεπερνούσε κάθε άλλη πτυχή της ψυχοσύνθεσής τους. Ο Φασμπίντερ πρόβαλε σε όλους αυτούς τους ήρωες τη δική του αλύτρωτη φύση. Απαισιόδοξος ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα («Τι κι αν ανατέλλει κάθε πρωί, ο ήλιος; Πάντα δύει το βράδυ...») και δαιμονικός στην εξωτερίκευση των ενστίκτων του, πίστευε ότι μόνο με ένα πυροτέχνημα μπορείς να βρεις τη σύντομη ευτυχία, μόνο αν πιέζεις τη ζωή στα άκρα της κάθε φορά, ανακουφίζεσαι από το μόνιμο φόρτο της.

Πέρα από τη σάτιρα ή την τραγωδία -εξυπηρέτησε και τα δύο με σθεναρή βούληση- ο Φασμπίντερ στις σαράντα μία ταινίες που έφτιαξε μέσα σε μόλις δεκατρία χρόνια, έκανε ενέσεις βίας στους ήρωές του. Τους φόρτιζε με τάσεις και διαθέσεις πέραν του καλού ή του κακού, τους έστηνε στον τοίχο και συχνά τους τσάκιζε ανελέητα. Οι ήρωες του Φασμπίντερ δεν ήταν ευτυχείς ούτε σώοι. Ηταν όμως απελευθερωμένοι από κάθε είδους δεσμά που συνιστούσαν οι απειλές γύρω τους. Δεν δίσταζαν να εκτεθούν και συχνά να φωνάξουν κακόηχα ή ήπια ανάλογα με το ποιόν του καθένα τους, την προσωπική αδυναμία του. Ο Φασμπίντερ ήταν ένας άνθρωπος με ενεργή ομοφυλοφιλική ζωή, ένας άνθρωπος που δε δίστασε να παντρευτεί δύο φορές και μάλιστα τη μια από τις δύο, είχε κουμπάρο τον εραστή του. Ηταν ο δημιουργός που κρατούσε για την προσωπική ζωή του, όλο το δραματικό μεγαλείο μιας performance art και για τις ταινίες του τον στυγερό ρεαλισμό μιας συχνά διεστραμμένης πραγματικότητας. Ο Φασμπίντερ όταν ερωτευόταν -φρόντιζε να βρίσκεται μόνιμα στην επήρεια του έρωτα- χρησιμοποιούσε τον εαυτό του ως όχημα ψυχεδελικής εμπειρίας. Ο έρωτας ήταν το χημικό εκείνο συστατικό που του επέτρεπε να κοιτάζει τολμηρά και γενναία μέσα στους ανθρώπους.

Βέβαια, μέχρι τα τριάντα έξι χρόνια του όλα αυτά. Διότι αν ζούσε σήμερα, το πιθανότερο είναι να ήταν σαμάνος. Μάρκος Φράγκος

στίχος από την «Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντινγκ» του Οσκαρ Γουάιλντ που στον «Καυγατζή» τραγουδάει επαναληπτικά η Ζαν Μορό.