Μετά την αξιοπρεπή αποτυχία των «Αυτοκινήτων» πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για εξάντληση των αποθεμάτων ιδεών και έμπνευσης που τροφοδότησαν τις παραγωγές της Pixar από το «Τoy Story» ως τους «Απίθανους».
«Ο Ρατατούης» αποδεικνύει ότι η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι αρετές της θαυματουργής εταιρείας που άλλαξε ριζικά το τερέν της κινηματογραφικής βιομηχανίας κινουμένου σχεδίου συνοψίζονται στο τελευταίο της δημιούργημα. Η σχεδόν αλάνθαστη συνταγή τους βρίσκει εδώ την ιδανική εκτέλεση με όρους πολύ κοντά σε εκείνους της αληθινά υψηλής, μαγειρικής τέχνης: την αριστοτεχνική μείξη υλικών άριστης ποιότητας. Οπως και το πιάτο του τίτλου (μια γαλλική εκδοχή του δικού μας «τουρλού»), το οποίο αποτελείται από τα πιο απλά υλικά, ο Μπραντ Μπερντ και το επιτελείο του γνωρίζουν καλά πως ο σωστός συνδυασμός και των πιο ποταπών φαινομενικά συστατικών μπορεί να κρύβει πρωτόγνωρες, γαστριμαργικές απολαύσεις.
Δεν θα βρείτε εδώ τα φανταστικά στοιχεία των «Απίθανων» ή του «Τέρατα Α.Ε», ωστόσο «Ο Ρατατούης» αποκαλύπτει έναν θαυμαστό, καινούργιο κόσμο στα στενά όρια ενός εστιατορίου. Μετατρέπει τους περιορισμένους χώρους της κουζίνας, σε μια αρένα εκθαμβωτικών κινήσεων μιας ανύπαρκτης κάμερας με μια σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που εξομοιώνει το animation με το live action. Ο χώρος δράσης δίνει την αφορμή για ευφυέστατες αναφορές στα γαστρονομικά κλισέ που εξαπολύονται μέσα από ένα ντελίριο οπτικών και λεκτικών, κωμικών γκαγκ και ευρημάτων, απαράμιλλης, τεχνικής τελειότητας, άψογου συγχρονισμού και χορογραφημένης δράσης με σλάπστικ καταβολές. Και σαν τελευταία, εκκεντρική πινελιά, ο Μπερντ χαρίζει στον Πίτερ Ο Τουλ τον ρόλο του μπαρτονικής σχεδόν σύλληψης χαρακτήρα του στριμμένου ρεστοκριτικού Αντον Ιγκο.
Η ανατροπή της κλασικής προκατάληψης εναντίον των τρωκτικών κρύβει αναμφίβολα ένα αντιρατσιστικό μήνυμα. Δεν γίνεται όμως ούτε στιγμή ηθικοπλαστικό ή διδακτικό χάρη στην ευρηματικότητα και τον ψυχαγωγικό πλούτο του «Ρατατούη», που δυστυχώς ελάχιστες πλέον «ενήλικες» ταινίες του Χόλιγουντ προσφέρουν τόσο απλόχερα. Το σλόγκαν «Οποιοσδήποτε μπορεί να μαγειρέψει», που εμψυχώνει τα τρελά όνειρα του Ρεμί, αποδεικνύεται τελικά ότι δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του κινηματογράφου: σίγουρα δεν μπορεί οποιοσδήποτε να σερβίρει ένα τόσο γευστικό, φιλμικό προϊόν που σέβεται τόσο τον ανήλικο όσο και τον ενήλικο καταναλωτή. Μπροστά στο haute cuisine «Ratatouille» της Pixar οι περισσότερες ταινίες κινουμένων σχεδίων είναι απλά junk food.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ