Η γουντιαλενική κωμωδία φαντάζει εύκολη: νευρωτικοί ήρωες, βιοτριολικές ατάκες, off χιούμορ, σελίδες επί σελίδων διαλόγου (που ιδανικά γίνεται όταν οι ήρωες περπατούν στους δρόμους μεγαλουπόλεων), ο ρομαντισμός να δέχεται επίθεση από τον κυνισμό της πραγματικότητας και στο τέλος να υποκύπτει στα τραύματά του.
Η Ζουλί Ντελπί, ένα ταλαντούχο, παλλόμενο πλάσμα που αρέσκεται να βουτάει σε άγνωστα νερά και να πηγαίνει κόντρα στο στερεότυπο της γλυκιάς γαλλιδούλας εδώ έκανε το μοιραίο λάθος: φορώντας απλά τα γυαλιά του Γούντι, δεν γίνεσαι Γούντι. Η πικρή της δραματική κομεντί για το ζευγάρι που στην πόλη του έρωτα έθαψε τον έρωτά του είχε όλα τα στοιχεία να πετύχει: γραφικούς γονείς που μιλάνε μόνο γαλλικά, έναν ακόμα πιο γραφικό αποκομμένο Αμερικανό, αγενείς Παριζιάνους, ρατσιστές ταξιτζήδες, συζητήσεις για σεξ, πέη, μεγέθη, προφυλαχτικά.
Η πολιτικώς, όμως, μη ορθή κωμωδία που η Ντελπί έγραψε, σκηνοθέτησε, πρωταγωνίστησε, μοντάρισε και συνέθεσε την μουσική της μπορεί να κατάφερε να είναι το αντίθετο του «Πριν το Ηλιοβασίλεμα», απέτυχε όμως σε κάθε άλλο τομέα. Δεν βγάζει γέλιο, μόνο αμηχανία. Δεν βγάζει ήρωες, μόνο καρικατούρες. Και κυρίως, δεν βγάζει το σκασμό. Ακατάσχετη πολυλογία από χαρακτήρες που ούτε νιώθουμε, ούτε πιστεύουμε, ούτε αγαπάμε. Υπερπληθώρα θεμάτων που η δημιουργός θέλει να αναλύσει, να απομυθοποιήσει, να τους πετάξει πέτρες. Νευρώσεις που δεν λειτουργούν λυτρωτικά, αλλά μάλλον τσιτώνουν και τα δικά μας νεύρα. Ευτυχώς, οι μέρες ήταν μόνο δύο.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ