Είναι άδικο να χαρακτηρίσει κανείς τη δεύτερη ταινία του Λίντσεϊ Αντερσον, μετά το «Τhis Sporting Life», ως κλασική, απλώς και μόνο επειδή συμφωνεί με τα ιδανικά της εμβληματικής χρονιάς του 1968, όταν και πρωτοπροβλήθηκε, κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Το γεγονός ότι παραμένει ακόμη και σήμερα μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές και πιο διάσημες ταινίες πάνω στον μύθο του teenage angst, έτσι όπως αργότερα θα το αποθέωνε οριστικά και αμετάκλητα ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», είναι μόνο η αφετηρία της -τελικά- πολυεπίπεδης ανάγνωσης που επιχειρεί πάνω στην μετεφηβική ηλικία.
Επιστρέφοντας σε ένα συντηρητικό δημόσιο σχολείο αρρένων μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, τρεις φίλοι, ο Μικ, ο Τζόνι και ο Γουάλας, θα βρεθούν στο κέντρο ενός πρωτοφανούς παραλογισμού. Από τη μία οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μαθητές, που συνεχίζουν την παράδοση της εκμετάλλευσης των νεότερων, και από την άλλη οι καθηγητές, που ανακαλύπτουν πως τα νεαρά αγόρια μπορούν να ικανοποιήσουν περισσότερες από μία (αθώες και μη) ορέξεις τους, θα ενεργοποιήσουν με μεθοδικότητα την ωρολογιακή βόμβα την οποία μοιάζει να κρύβει μέσα του κάθε έφηβος.
Πιστοί στις επιταγές της μόδας και στις διακηρύξεις του Τσε Γκεβάρα, οι τρεις φίλοι θα επιβεβαιώσουν πως «μπορείς να χτυπήσεις το σύστημα μόνο από μέσα» και, ως γνήσιοι αουτσάιντερ, θα οργανώσουν την επανάστασή ακριβώς σαν να προετοίμαζαν έναν πόλεμο.
Λίγο πριν την τελική (κλασική) σκηνή της μάχης ανάμεσα στους μαθητές - ελεύθερους σκοπευτές και τους επίσημους καλεσμένους - θύματα της τελετής αποφοίτησης, θα έχουν προηγηθεί όλα όσα περιμένει κανείς από μία ταινία «σχολείου»: πειράγματα μεταξύ των μαθητών, κοπάνες για μία βόλτα στην εξοχή, τιμωρίες που μοιάζουν με βασανιστήρια κ.λπ. Ταυτόχρονα, όμως, θα έχει προηγηθεί και η πραγματική δύναμη του «Ιf....» που, ειρωνικά, ξεκινώντας από τον τίτλο του, μιλάει πρωτίστως και με απαράμιλλη σιγουριά για τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη φαντασία από την πραγματικότητα.
Στα όρια ενός μετά- νεορεαλισμού και με νύξεις σουρεαλιστικής ασυδοσίας, ο Αντερσον τελειώνει νωρίς με τους συμβολισμούς του (το σχολείο είναι η Μ. Βρετανία, οι μαθητές είναι η γενιά του Μάη του 1968...) προκειμένου να βυθιστεί χωρίς ενοχές στα κατάβαθα του μαύρου χιούμορ.
Με τα (τέσσερα!) αποσιωπητικά του τίτλου να οδηγούν την κούρσα της αμφιβολίας, ο Αντερσον χωρίζει την «ανάγνωσή» του σε κεφάλαια και μοιράζοντας το χρώμα με τις ασπρόμαυρες σκηνές (όχι από καλλιτεχνική άποψη, αλλά για λόγους οικονομίας), αυτό που τελικά ολοκληρώνει δεν είναι φυσικά ο μακρινός και αρτηριοσκληρωμένος πρόγονος του «Εlephant» του Γκας Βαν Σαντ (ή πόσο μάλλον της πραγματικότητας της βίας στα σχολεία).
Είναι ένα καθαρό δείγμα νεορομαντισμού, μία αστείρευτη πηγή ποπ αναφορών, ο λόγος για τον οποίο ο Μάλκολμ ΜακΝτάουελ έγινε είδωλο μίας ολόκληρης γενιάς (εδώ στον πρώτο μεγάλο ρόλο της καριέρας του), μία ταινία πιο κοντά στο ύφος της nouvelle vague και όχι τόσο του free cinema, ένα δοκίμιο πάνω στη «Διαγωγή Μηδέν» του Ζαν Βιγκό, μία πραγματικά αναρχική ταινία με έναν τρόπο που μπορεί σήμερα να μοιάζει -έστω και μόνο από κεκτημένη ταχύτητα- ξεπερασμένη. Στην πραγματικότητα, όμως, ακόμη αναγκαία.