Ο Μπάρτον Φινκ (Τζον Τορτούρο) έχει ένα όραμα: «ένα νέο, ζωντανό θέατρο, που να αφορά και να απευθύνεται στον απλό άνθρωπο!». Όραμα που δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει όταν φτάνει στην πρωτεύουσα των εικόνων. Είναι αποφασισμένος απλά να το μετουσιώσει, να γίνει εμπνευστής ενός αντίστοιχου «νέου, ζωντανού σινεμά».
Γι' αυτό αρνείται το πολυτελές ξενοδοχείο που του προτείνει το επιθετικά γενναιόδωρο νέο αφεντικό του (Μάικλ Λέρνερ), ως βάση-καταφύγιο για τη συγγραφή του σεναρίου μιας ταινίας με θέμα το μποξ και προτιμά το φτηνό, παρακμιακό Hotel Earle. Μόνο έτσι είναι σίγουρος πως θα κρατήσει άμεση επαφή με τη μοναδική πηγή έμπνευσής του: τον απλό άνθρωπο.
Εκεί όμως, στην αποπνικτική αγκαλιά μιας παράλογης ζέστης, περιτριγυρισμένος από ξεφτισμένες ταπετσαρίες, σκοροφαγωμένα έπιπλα και αλλόκοτους υπαλλήλους, έρχεται αντιμέτωπος με το χειρότερο writers block της ζωής του. Στην πιστή γραφομηχανή του μπορεί να καταθέσει μόνο, ξανά και ξανά, την εναρκτήρια σκηνή του θεατρικού που τον έκανε διάσημο.
Απελπισμένος αναζητά διέξοδο, αρχικά, στην ελάχιστη ηλιαχτίδα ομορφιάς που κατάφερε να τρυπώσει στο κολασμένο δωμάτιο του: τον πίνακα μιας γυναίκας που κάθεται στην ακρογιαλιά και αγναντεύει τη θάλασσα. Σαν ναρκομανής που επιχειρεί να κατευνάσει το στερητικό σύνδρομο με οποιοδήποτε υποκατάστατο βρίσκεται εύκαιρο, αφήνεται σε ατελείωτες, άσκοπες συζητήσεις ή αυτοσχέδια πάλη με τον επιθετικά γελαστό γείτονά του, ασφαλιστή Τσάρλι Μέντοους και παρακαλεί για τη γνώμη και την ενθάρρυνση του συγγραφέα-ήρωά του Γ. Π. Μέιχιου (Τζον Μαχόνι). Ο τελευταίος αποδεικνύεται μέθυσος και απατεώνας: τα καλύτερα έργα του τα έχει γράψει η βοηθός και ερωμένη του Οντρι Τέιλορ (Τζούντι Ντέιβις), την οποία κακοποιεί ασυστόλως.
Μέχρι που η Οντρι προσφέρεται να τον βοηθήσει. Και καταλήγουν στο κρεβάτι μαζί. Και το άλλο πρωί εκείνος ξυπνά μέσα σε μια λίμνη αίματος. Και ανακαλύπτει εκείνη δίπλα του, νεκρή. Και μένει μόνος με ένα κουτί. Εναντίον δύο πεπεισμένων για την ενοχή του αστυνομικών, αλλά απελευθερωμένος πια από το writers block του...
Πέμπτο κινηματογραφικό πλάσμα στη φιλμογραφία των δαιμόνιων αδελφών Κοέν, το «Βarton Fink» είναι από εκείνες τις ταινίες που κατακλύζουν το μυαλό με ερωτήσεις, χωρίς συνάμα να του προσφέρουν την ελάχιστη ανακούφιση μιας έστω απάντησης. Σαν ένα αίνιγμα που αντιστέκεται σθεναρά σε μία και μόνη, αντικειμενική λύση, σαν ένα επίμονο όνειρο που μοιάζει να αντανακλά τη συνειδητή ζωή και ταυτόχρονα να αντανακλάται σε αυτή, σαν ένα εκ προθέσεως ελλιπές παζλ, φέρνει τον κάθε θεατή ξεχωριστά, μόνο, απέναντι σε υποκειμενικά συναισθήματα.
Και αν στην πρώτη θέασή του η εμπειρία του σε στοιχειώνει σαν παράδοξα αισιόδοξος εφιάλτης, η κάθε επόμενη αποκαλύπτει νέα, συναρπαστικά μυστικά, ερωτηματικά και όψεις του σύμπαντός του - δίνοντας την εντύπωση μιας σχεδόν διαφορετικής, καινούργιας ταινίας. Μίας, ταινίας που εξελίσσεται αέναα, μέσα από μια συμβιωτική σχέση με την αλλαγμένη από το πέρασμα του χρόνου αντίληψη του θεατή.
Αστυνομικό θρίλερ; Μαύρη κωμωδία; Σάτιρα για τη βιομηχανία του θεάματος; Υπαρξιακό δράμα χαρακτήρων; Μεταφυσική ταινία τρόμου; Αλληγορία για τη ζωή μετά θάνατον; Μεταμοντέρνο, έγχρωμο φιλμ νουάρ; Φάρσα ή αριστούργημα; Τίποτα απ αυτά κι όμως όλα αυτά μαζί. Είναι οπλισμένο με διαπεραστικές σαν ξυράφι ερμηνείες, χιούμορ εξίσου κοφτερό, υποβλητική φωτογραφία στα χρώματα του αίματος και του (χαϊδεμένου, ιδρωμένου, μωλωπισμένου...) δέρματος.
Και, βεβαίως, με μια σκανταλιάρικα εύστοχη σκηνοθεσία, που δανείζεται φόρμες και νόρμες από όλα τα κινηματογραφικά είδη και τις επαναπροσδιορίζει, ενσωματώνοντας τις σε ένα εκκεντρικό, απρόσμενο και ολόφρεσκο σύνολο. Ισως, τελικά, να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα νέο, ζωντανό σινεμά, που να αφορά και να απευθύνεται στον -πάντα παγιδευμένο ανάμεσα στις επιθυμίες και το καθήκον, τα απέραντα όνειρά και την εφιαλτική πραγματικότητα- απλό άνθρωπο!