Η συμβολή του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ στην αναβίωση των ταινιών που τις δεκαετίες του 60 και του 70 προώθησαν την υπόθεση του exploitation, κόντρα στο μονοπώλιο του mainstream, μοιάζει κάτι περισσότερο από ένα καλοστημένο αστείο. Αποτίοντας ύστατο φόρο τιμής στον Τζορτζ Ρομέρο του «Dawn Of The Dead» (1978), με λατρεία στις καλύτερες στιγμές του Τζον Κάρπεντερ, φτάνοντας τελικά μέχρι τον βιολογικό νιχιλισμό του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, με προφανείς τις αναφορές στις «Ανατριχίλες», το «Rabid» και φυσικά το «Crash» του Καναδού ανατόμου. Οχι, δεν έφτασε επιτέλους η στιγμή που το διαρκώς αστειευόμενο σινεμά του Ροντρίγκεζ αγγίζει τη δραματουργική ολοκλήρωση που του έλειπε ανέκαθεν. Ούτε το «Ρlanet Τerror» είναι το καλύτερο hommage που είδατε ποτέ στις ταινίες με ζόμπι.
Στο δεύτερο μέρος, η αδυναμία του Ροντρίγκεζ να σπάσει πραγματική πλάκα τον παρασύρει διαρκώς σε μία ανακυκλούμενη φασαρία -ευτυχώς- με μπόλικο αίμα και ακόμη πιο μπόλικο καμένο δέρμα. Φωτογραφημένο με περισσή τέχνη (από τον ίδιο τον Ροντρίγκεζ) και φθαρμένο στα όρια ενός vintage έργου τέχνης κατά τις επιταγές του φόρου τιμής στο Grindhouse σινεμά, μοιάζει ποτισμένο με μία πρωτόγνωρη μελαγχολία. Από την πρώτη κιόλας σκηνή της δακρυσμένης στρίπερ μέχρι τη σκηνή ανθολογίας του σεξ μεταξύ της ακρωτηριασμένης Μακ Γκόουαν και του «χτυπημένου» με τατουάζ Φρέντι Ροντρίγκεζ, o Ροντρίγκεζ αφήνει πίσω από το fun, το splatter και το ανεξέλεγκτο gore να ξεφύγει ένας αέρας ρομαντισμού που αγγίζει τα όρια του φετιχισμού.
Το κομμένο πόδι της ΜακΓκόουαν, τα πρησμένα από ενέσεις χέρια της Μάρλεϊ Σέλτον και τα δαχτυλίδια που αναζητούν χώρο ανάμεσα στα κομμένα, δάχτυλα ανάγουν το «Ρlanet Τerror» συνεχώς σε κάτι τρομακτικά σωματικό. Αναμφισβήτητα θηλυκό. Και οριακά σέξι. Και, περισσότερο ακόμη από την επίσημη «πολιτική» του για τις πληγωμένες γυναίκες, που μπροστά σε ευνουχισμένους (στην πραγματικότητα και σε γκρο πλαν) άντρες αναλαμβάνουν οριστική δράση, είναι η ιδέα και η υλοποίηση της γυναίκας - πολυβόλου, που ομόφωνα του χαρίζει μία θέση στην πολύπαθη σύγχρονη ιστορία του κινηματογράφου.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ