Υπάρχουν δύο τρόποι για να δεις το «Death Proof». Ο πρώτος είναι ως μέρος του κοινού φόρου τιμής των Ταραντίνο - Ροντρίγκεζ στις ταινίες με τις οποίες μεγάλωσαν και οι οποίες γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα στις αίθουσες Grindhouse τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Ως τέτοια, είναι φτιαγμένη με μία σχεδόν εφηβική και άκρως σινεφιλική καύλα, που, είτε σεναριακά είτε ως εικονογράφηση, αναβιώνει χωρίς πολλή προσπάθεια μία ολόκληρη εποχή αυθάδειας και επαναστατικής ελαφρότητας.
Ο δεύτερος είναι σαν την καινούρια ταινία του ανθρώπου που άλλαξε συλλήβδην το αμερικάνικο σινεμά των δύο τελευταίων δεκαετιών με μία σειρά ταινιών που επανεφηύραν κάθε πιθανή έννοια του instant classic. Ως τέτοια, συνεχίζει ακριβώς από εκεί όπου σταμάτησε η πορεία της οργισμένης Νύφης στα «Kill Bill», γνήσιο τέκνο μίας παράδοξης φιλμογραφίας στην οποία, ενώ όλοι περίμεναν στη γωνία για να την αφορίσουν ως ατέρμονα ανεκδοτολογική, υποκλίνονται εκ νέου στην κάθε φορά πιο αφοπλιστική αυθεντικότητα της.
Οπως και να το δεις όμως, το «Death Proof» είναι πίσω, πάνω και πέρα από οτιδήποτε άλλο μία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο. Θα την αναγνώριζες ακόμη και χωρίς να γνωρίζεις το δημιουργό της, ακόμη και από ένα μόνο πλάνο - είτε αυτό είναι η συζήτηση των κοριτσιών για τις αγαπημένες τους ταινίες, είτε το ντελιριακό και αλλόφρον φινάλε, ή ένα από τα χαμένα τραγούδια που την κάνουν να ακούγεται τόσο παθιασμένα μελαγχολική, ή μία σκηνή ανθολογίας (που χωρίς δεύτερη σκέψη είναι η σκηνή του lap dance).
Αλάνθαστα διασκεδαστική, στα όρια του ακτιβισμού φεμινιστική και θρασύτατα εμμονοληπτική, η κόπια του «Death Proof» δεν καίγεται επειδή έτσι επιτάσσουν οι αναφορές στις φθαρμένες κόπιες των ταινιών τις οποίες ο Ταραντίνο τιμάει. Το «Death Proof» φλέγεται από έναν ερωτισμό που επαναπροσδιορίζει τα όρια του σέξι στο σινεμά (κάθε μία από τις ηρωίδες του συναγωνίζεται σε αισθησιακό girl power), από τον διακαή πόθο μίας ιστορίας που θα σε κάνει να πωρωθείς για κάθε τρέλα που δεν τόλμησες ποτέ να κάνεις, από την ύστατη προσπάθεια για ένα εμπορικό προϊόν που αρνείται να σκύψει μπροστά στο βάρος των σταρ και των επιταγών των στούντιο προκειμένου να αποβεί ολοκληρωτικά επιτυχημένο.
Ικανός, περισσότερο από οποιονδήποτε σύγχρονο (Αμερικανό ή όχι) δημιουργό στον πλανήτη, αυτή τη στιγμή να παίζει με το ίδιο το μέσο και την ευφυή υπονόμευσή του, ο Ταραντίνο παραδίδει με το «Death Proof» μία ένοχη απόλαυση - από αυτές στις οποίες το Χόλιγουντ αρνείται χρόνια τώρα να πιστέψει, απλώς και μόνο επειδή δεν προσπάθησε ποτέ να τις καταλάβει. Και παντοτινά θρασύς, συνεχίζει από εκεί όπου οποιοσδήποτε άλλος θα είχε σταματήσει, χαρίζοντας στο trash μία από τις σημαντικότερες και πιο ενθουσιώδεις στιγμές του.
Και σε μία εποχή επιτηδευμένης σοβαροφάνειας και γενικευμένης αποστασιοποίησης, να επιτέλους μία ταινία που τολμά να δηλώνει από τους τίτλους απενοχοποιημένη.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ