Ο Ιλάι Ροθ μπορεί πια να κοιμάται ήσυχος, σίγουρος πως είναι πλέον ο βασιλιάς του είδους του νέου splatter που ξεκίνησε με το «Σε Βλέπω», συνεχίστηκε με το δικό του «Ηostel» και συνεχίστηκε με δεκάδες -από διασκεδαστικά μέχρι άθλια- κακέκτυπα προς μαζική κατανάλωση.
Το δεύτερο μέρος του -κακού, αλλά και διασωζόμενου λόγω hype και υποστήριξης του executive producer Κουέντιν Ταραντίνο- «Ηostel» είναι με απλά λόγια η ταφόπλακα του είδους. Μία τερατογένεση που όμοιά του δεν ευτύχησε να γνωρίσει μέχρι σήμερα το σύγχρονο σινεμά. Ενα -το έσχατο- δείγμα ενός κεκαλυμμένου νεοφιλελευθερισμού που επέτρεψε στον Ροθ να πιστέψει ότι μπορεί, στο όνομα του αντεστραμμένου fun (όσο πιο φτηνό τόσο καλύτερο κ.τλ.), να ξεπεράσει κάθε φραγμό που καταπιέζει την απόλαυση του κοινού των multiplex.
Σίγουρος για τον εαυτό του, χωρίς να διαθέτει ούτε το ταλέντο ούτε την τεχνική και με σημαία την υποστήριξη που του επεφύλαξαν όσοι υποκλίνονται στις χοντροκομμένες ιδέες του (όπως η περίφημη αφίσα με το ωμό κομμάτι κρέας που προετοίμαζε το έδαφος για την κυκλοφορία της ταινίας), ο Ροθ υποκλίνεται σε ό,τι πιο ανεξέλεγκτα ρατσιστικό, ξενοφοβικό και σεξοφοβικό σκέφτηκε ποτέ κανείς για μία ταινία τρόμου.
Και θα αρκούσε η πρώτη σκηνή που θα βρει τη γυμνή Χέδερ Ματαράτζο (η cult πρωταγωνίστρια του «Καλωσήρθατε Στο Κουκλόσπιτο» του Τοντ Σόλονζ) κρεμασμένη ανάποδα προς τέρψιν μίας κολασμένης σεξοβόμβας που πίνει «αίμα» στο όνομά της για να σιγουρευτείς πως ο Ροθ δεν διαφέρει και πολύ από τους ξαναμμένους εφήβους στους οποίους απευθύνεται. Αγόρια (αφού ελπίζω διακαώς να μην υπάρξει κορίτσι που θα σπάσει «πλάκα» με το σεξισμό της ταινίας) που θα «γουστάρουν» άγρια στη θέα ενός ανήλικου παιδιού που πέφτει νεκρό σε μία σκηνή - αποθέωση κάθε αμοραλισμού και που θα κρατούν έντρομα το παντελόνι τους στην τελική σκηνή του πανηγυρικού ευνουχισμού!
Ισως αυτό το τελευταίο είναι και η μοναδική παρηγοριά: χωρίς το πολύτιμο όργανό τους, ο δημιουργός και οι θεατές του μπορεί να ξεκινήσουν να σκέφτονται επιτέλους με το μυαλό τους.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ