Ενας μοναχικός, αινιγματικός καουμπόης της εποχής μας αναστατώνει την οικογένεια μιας άγουρης έφηβης στα περίχωρα του Λος Αντζελες.
Από την εποχή των Μαθημάτων Αμερικανικής Ιστορίας είχαμε ψυλλιαστεί ότι ο Εντουαρντ Νόρτον είναι ηθοποιός με τρανό μέλλον. Σήμερα, με τίτλους όπως το Fight Club και η 25η Ωρα στο ενεργητικό του, ο Νόρτον έχει παρουσιάσει αρκετό όγκο δουλειάς, ώστε να θεωρηθεί ένας από τους πολυτιμότερους ηθοποιούς της γενιάς του. Κατορθώνει κάτι που ελάχιστοι ηθοποιοί πλέον είναι σε θέση να καταφέρουν. Δεν σε ελκύει απλώς για να τον δεις (όπως συμβαίνει π.χ. με τον Μπραντ Πιτ), αλλά για να δεις τι ρόλο είναι ικανός να «βγάλει». Οπως ακριβώς συμβαίνει με το Down In The Valley, όπου ο Νόρτον μεταμορφώνεται μέσα στην ίδια την ταινία, μεταμορφώνοντάς την και ο ίδιος με τη σειρά του...
Αν δεν έχεις εκ των προτέρων υπόψη σου κάτι για την πλοκή του φιλμ (όπως ο υπογράφων, όταν πρωτοείδε το φιλμ στο φεστιβάλ Καννών), δύσκολα θα διανοηθείς ότι αυτό το χλωμό, συνεσταλμένο παιδί με το στέτσον και την αγάπη για τα άλογα κρύβει τόσο καλά μια τόσο επικίνδυνη πλευρά. Οταν σε κάποια σκηνή τον βλέπουμε μόνο να παριστάνει τον Τζον Γουέιν μπροστά στον καθρέφτη, έχουμε μπροστά μας το τέλειο κράμα παιδικής αφέλειας και διαταραγμένης προσωπικότητας. Φτωχός και μόνος καουμπόης εν έτει 2004, ο Χάρλαν (Νόρτον) πολιορκεί μία έφηβη (Ιβαν Ρέιτσελ Γουντ), αφού πρώτα του την «έπεσε» εκείνη. Κάπως σχηματικά, είναι αλήθεια, η ταινία ακολουθεί τους ρυθμούς ενός αρχετυπικού γουέστερν όπου το νιόφερτο παλικάρι στην πόλη φλερτάρει με το κορίτσι και συγκρούεται... με τον σερίφη (Ρόμπερτ Μορς). Χάρη στην μαγνητική παρουσία του Νόρτον, όμως, που εδώ θυμίζει διασταύρωση Μοντγκόμερι Κλιφτ και Ντάστιν Χόφμαν, το φιλμ δεν παύει στιγμή να κινείται σε τεντωμένο σχοινί. Και όταν, στο τελευταίο τέταρτο, ο Χάρλαν βρίσκεται στην «έδρα» του, την φύση, το φιλμ απογειώνεται και δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ