Στην πρώτη σεζόν της βρετανικής σειράς χρωστάμε τη γνωριμία μας με το εργατικό δυναμικό της εταιρείας Γουέρναμ Χογκ, τον πληκτικό μικρόκοσμο των γραφείων της, αλλά και με τον ανυπόφορο προϊστάμενό της Ντέιβιντ Μπρεντ. Η δεύτερη σεζόν παίρνει μια από τις πιο απεχθείς φιγούρες που συνέλαβε ποτέ κωμική πένα και την παρακολουθεί να αγγίζει νέα βάθη ατυχούς συμπεριφοράς και κακού γούστου στην προσπάθειά της να γίνει αρεστή σε ένα ολοκαίνουριο επιτελείο συνεργατών, οι οποίοι έρχονται να προστεθούν στους ήδη υπάρχοντες υπαλλήλους.
Γύρω από έναν ομολογουμένως τόσο αντιφατικό χαρακτήρα, ο οποίος έχει την σπάνια ικανότητα να χρησιμεύει ως πόλος ταυτόχρονης έλξης και απώθησης για τον θεατή, πλέκεται ο ιστός αυτού του αναπάντεχα πλησίον της πραγματικότητας χρονικού. Μια σειρά η οποία καταφέρνει και βρίσκει τη χιουμοριστική φλέβα της εξερευνώντας καθ όλα σοβαροφανείς θεματικές περιοχές, όπως η αλλοτρίωση στον χώρο της εργασίας, η ψυχρή λογική του ωραρίου, το αποστειρωμένο πρωτόκολλο των πολυεθνικών. Κι εκεί μάλλον οφείλεται η μεγάλη επιτυχία του «Οffice»: στο να αντλεί την αστεία του έμπνευση από καταστάσεις οι οποίες φαινομενικά μόνο για το αντίθετο μπορούν να προϊδεάσουν.
Η δεύτερη σεζόν της δημοφιλούς σειράς (που εδώ και κυκλοφορεί δίχως το παραμικρό επιπρόσθετο υλικό) αποδεικνύεται στο σύνολό της και η πιο μεστή. Οι χαρακτήρες αποκτούν μεγαλύτερο βάθος, το χιούμορ ισορροπεί ακόμη περισσότερο στην κόψη του ξυραφιού, το ασφυκτικό περιβάλλον του γραφείου αποκτά τις διαστάσεις ενός ψυχολογικού πεδίου μάχης, το τέχνασμα της ψευδο-ντοκιμαντεριστικής προσέγγισης δίνει ακόμη μεγαλύτερη αμεσότητα στα δρώμενα, ενώ η κωμωδία της αμηχανίας, την οποία τόσο τέλεια εκπροσωπούν οι ήρωες και το σενάριο, εδώ τελειοποιείται. Το πιο πολύτιμο μάθημα που μπορεί, εντούτοις, να διδαχτεί κανείς από το «Οffice» είναι το πώς να διαφυλάσσει τη συμπόνια και την ανθρωπιά του ακόμη κι εκεί όπου οι αστείες βολές φαίνεται να χτυπούν με τον μεγαλύτερο κυνισμό.
Λ.Κ.