Στις αρχές της δεκαετίας του 80, μία παρέα παιδιών ενός χωριού ανακαλύπτει τα γλυκόπικρα συστατικά της ενηλικίωσης...
Το πέρασμα στην εφηβεία είναι από τα πιο συναρπαστικά κινηματογραφικά θέματα. Οι πρώτες «ενήλικες» σκανταλιές τροφοδοτούν την πένα των σεναριογράφων με χαριτωμένα περιστατικά, τα οποία οι σκηνοθέτες καλούνται να ντύσουν με ένα ύφος νοσταλγικό.
Αυτό μπορεί να γίνει βέβαια με πολλούς τρόπους: από τις χολιγουντιανές χαζοκωμωδίες μέχρι τις γλυκόπικρες πιρουέτες του Μπίλι Ελιοτ ή τα αδιέξοδα Γλυκά Δεκάξι του Κεν Λόουτς. Συνήθως στην Ελλάδα προτιμάμε τις Peppermint γεύσεις στον ουρανίσκο. Τις λεπτομέρειες που κάνουν τη σκηνογραφία μέρος της πλοκής: μαμάδες με κότσο, γιαγιάδες με ποδιά, μπαμπάς με παντόφλα και εφημερίδα, γλυκό του κουταλιού, κυριακάτικο ποδόσφαιρο στο τρανζιστοράκι. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Μόνο του, όμως, μοιάζει λίγο.
Ο Κώστας Χαραλάμπους πλάθει ένα χρονικό στη ζωή μιας παρέας παιδιών της επαρχίας που είναι απόλυτα συνεπές με την ελληνική πραγματικότητα, τα ήθη, τη συλλογική μνήμη. Πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελά αναγνωρίζοντας όσα περνούν τα πιτσιρίκια. Σπάνια, όμως, τα νιώθεις. Οι προθέσεις καλές και οι εικόνες καλοδουλεμένες. Τα πάντα όμως μοιάζουν βεβιασμένα «τρυφερά» και ακόμα και τα τραγικά παραμένουν σε μία στερεότυπη επιφάνεια. Γι αυτό το αποτέλεσμα είναι feel good. Αλλά μέχρι εκεί. Λείπει «κάτι» που θα σε πιάσει από το στομάχι, κάτι που θα τσαλακώσει το λούστρο της νοσταλγίας, που «δεν θα σου θυμίσει» αλλά «θα σε πάει πίσω χωρίς αντιστάσεις». Οπως η σκηνή πατέρα- γιου, για παράδειγμα, με έναν καταπληκτικό Αντώνη Λουδάρο. Περιμένουμε τη στιγμή που οι Ελληνες κινηματογραφιστές δεν θα φοβηθούν το πιο κριτικό βλέμμα σε όσα ζήσαμε, αγαπήσαμε ή και μισήσαμε στα 16. Πολλά από αυτά δεν θα μας αρέσουν και άλλα δεν θα φαίνονται καλά στην κάμερα. Θα είναι, όμως, δικά μας. Και αυτό θα έχει μία δύναμη σχεδόν μαγική...
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ