Ο αλαζονικά αδίστακτος μεγαλοξενοδόχος Γουίλι Μπανκ παρασύρει τον μεσήλικα μέντορα της γνωστής μας συμμορίας, Ρούμπιν Τίσκοφ, στο να επενδύσει όλα του τα χρήματα, μπαίνοντας συνέταιρος στο χτίσιμο του μεγαλύτερου ξενοδοχείου-καζίνο του Βέγκας. Οταν λίγο πριν από τα εγκαίνια ο Ρούμπιν καταλαβαίνει ότι ο Μπανκ τον πρόδωσε και δεν σκόπευε ποτέ να τον κάνει συνέταιρο, προσκομίζεται στο νοσοκομείο με σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Τώρα μένει στους υπόλοιπους της συμμορίας να εκδικηθούν. Στα σχέδιά τους μάλιστα βρίσκουν έναν ανέλπιστο σύμμαχο - τον πάλαι ποτέ εχθρό Τέρι Μπένεντικτ, ο οποίος θέλει να συντρίψει τον ανταγωνιστή του.
Η φόρμα είναι δεδομένη και απενοχοποιημένα παραδεκτή: το franchise των «Συμμοριών» στηρίζεται στη λάμψη - των φωταγωγημένων σκηνικών του Λας Βέγκας, των πεφωτισμένων σκηνοθετικών δεξιοτεχνιών του Σόντερμπεργκ, αλλά, πάνω απ’ όλα, της ακτινοβολίας μεγατόνων των σταρ. Η συνεύρεση και η χημεία των ηθοποιών, τα πειράγματα, οι ατάκες και οι σεναριακές αναφορές στις πραγματικές ζωές τους πακετάρονται με την πιο cool αισθητική και σερβίρονται στο κοινό ως κάτι που ξεπερνάει αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «eye candy». Μετατρέπεται σε «pink champagne».
Μην περιμένετε λοιπόν πολλά από το τρίτο σενάριο της σειράς, παρόλο που γι’ αυτό επιστρατεύτηκαν οι Μπράιαν Κόπελμαν και Ντέιβιντ Λεβίν, το δημιουργικό δίδυμο του «Rounders». Αν κάπου επιμένετε να ποντάρετε τις μάρκες σας, θα ήταν σε μερικές εκλάμψεις screwball κωμωδίας, όπου οι πρωταγωνιστές επιδίδονται σε σχολιασμό του γάμου, της φιλίας, της ανδρικής τιμής. Κατά τ’ άλλα, η αφορμή για την εκκίνηση των νέων περιπετειών της συμμορίας προσχηματική, το κόλπο γκρόσο και η εκτέλεσή του τραβηγμένη από τα γκρίζα μαλλιά του Ντάνι Οσιαν, οι ανατροπές ανήκουστες. Κι όμως. Η ταινία δεν σε προδίδει. Γιατί στην ουσία έχεις πάει να δεις τον Κλούνεϊ, τον Πιτ και τον Πατσίνο στο ίδιο πλάνο.
Κι ο Σόντερμπεργκ το ξέρει καλά. Υπεύθυνος και για τη διεύθυνση φωτογραφίας - με το ψευδώνυμο Πίτερ Αντριους- κατασκευάζει ένα σύμπαν υπερφίαλο αλλά σαγηνευτικό: η ενέργεια της κάμεράς του, το καδράρισμα των ηθοποιών, το παιχνίδισμα με το φως και τα χρώματα, τα split screen, τα καταιγιστικά τράβελινγκ λήψεις ανάγονται σε αυτοσκοπό, υπερκαλύπτουν τη σεναριακή φαμφαρολογία και στέκονται απέναντί σου ως στιλιστικό επίτευγμα. Κι αυτό, καμιά φορά, στον κόσμο του σινεμά ως λαϊκού θεάματος, μπορεί να τινάξει από μόνο του την μπάνκα στον αέρα.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
Η φόρμα είναι δεδομένη και απενοχοποιημένα παραδεκτή: το franchise των «Συμμοριών» στηρίζεται στη λάμψη - των φωταγωγημένων σκηνικών του Λας Βέγκας, των πεφωτισμένων σκηνοθετικών δεξιοτεχνιών του Σόντερμπεργκ, αλλά, πάνω απ’ όλα, της ακτινοβολίας μεγατόνων των σταρ.