Το 1943, κι ενώ ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη, δεκάδες χιλιάδες Βορειοαφρικανοί στρατολογούνται από τις δυνάμεις των Γάλλων αποίκων στον αγώνα για την απελευθέρωση της «μητέρας πατρίδας» από τον ναζιστικό ζυγό. Ανάμεσά τους, ο πάμφτωχος Σαϊντ, που γίνεται στρατιώτης από αίσθηση του καθήκοντος και παρά τους δισταγμούς της μητέρας του, μια και ο παππούς του είχε επίσης θυσιαστεί για τη Γαλλία 30 χρόνια πριν. Ο Μεσούντ, που θέλει πάση θυσία να ξεφύγει από τη μίζερη ζωή του στο Μαρόκο και να ξεκινήσει από το μηδέν στην άλλη πλευρά της Μεσογείου. Ο Αμπντελκαντέρ, που ονειρεύεται μια στρατιωτική καριέρα κόντρα στις ρατσιστικές διακρίσεις και με ίσα δικαιώματα για κάθε Γάλλο υπήκοο. Και ο Γιασίρ, που συμμετέχει στον πόλεμο καθαρά ως μισθοφόρος, ώστε να συγκεντρώσει χρήματα για το γάμο του αδελφού του. Λοχίας στη διμοιρία των τεσσάρων Αλγερινών είναι ο Μαρτίνεζ, ένας σκληρός, άτεγκτος στρατιωτικός, τέλειος εκπρόσωπος του γαλλικού σοβινισμού όσο και επίμονα αφοσιωμένος στους άντρες του. «Μαυροπόδης» (δηλαδή Ευρωπαίος που ζει στη Βόρειο Αφρική), έχει καθήκον να μυήσει στους τρόπους των μαχών τούς εντελώς άπειρους στρατιώτες που στάλθηκαν άρον άρον στον πόλεμο ως άλλα πρόβατα προς σφαγή.
Η πορεία τους στα μέτωπα της Ευρώπης θα διατρέξει έναν περίπου χρόνο, ξεκινώντας από τη Σικελία και καταλήγοντας σ' ένα μικρό χωριό της Αλσατίας, όπου θα πρέπει να υπερασπιστούν μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα από την προέλαση των Γερμανών, μέχρι να καταφθάσουν στην περιοχή οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί.
Στο μεταξύ, τα πορτρέτα τους (και μαζί ο μικρόκοσμος που καθρεφτίζουν) θα σκιαγραφηθoύν πειστικά, οι ιστορίες τους θα διαπλακούν επιδέξια και οι όποιες ψευδαισθήσεις τους θα εξατμιστούν μεθοδικά. Το κλασικότροπο ξετύλιγμα ενισχύει την αίσθηση του κλισέ σε ό,τι πολεμικό κατά καιρούς έχουμε δει με θέμα την αυταπάρνηση και τη θυσία, δεν αποκλείει όμως τις ιδιαιτερότητες στη χαρακτηρολογία (η παράξενη αφοσίωση του Σαϊντ στον λοχία Μαρτίνεζ, τα αδιόρατα διλήμματα του ίδιου του Μαρτίνεζ σε σχέση με το καθήκον του). Το στήσιμο της δράσης - «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» σε μια λιγότερο αιματηρή και πιο δεκτική σε μακρά μονόπλανα εκδοχή - είναι ακαδημαϊκό, συνιστά, όμως, έναν ακαδημαϊσμό στιβαρό, με σωστά μετρημένους τους χρόνους σιωπής και έντασης και μόνιμα πριμοδοτημένο τον ανθρώπινο παράγοντα.
Ο Αλγερινός Ρασίντ Μπουσαρέμπ, άγνωστος σε μας, αν και με άλλα τέσσερα φιλμ στο σκηνοθετικό ενεργητικό του και αποκλειστικός παραγωγός όλων των ταινιών τού κατεξοχήν «φεστιβαλίστα» Μπρούνο Ντιμόν («Φλάνδρα»), έχει αφομοιώσει καλά τους κώδικες λειτουργίας της κλασικής πολεμικής περιπέτειας. Πατά γερά πάνω τους, με γνώση και αξιοπρέπεια, για να κάνει τον δικό του ύστατο φόρο τιμής στους 130.000 και πλέον στρατιώτες της «Μαύρης Αφρικής» που σφαγιάστηκαν για τη Γαλλία - ενώ μόλις πριν λίγα χρόνια αναγνωρίστηκαν επίσημα από το γαλλικό έθνος, κι αυτό με μια σύνταξη της πείνας.
Από τη μεριά τους, οι τέσσερις Γαλλοαλγερινοί πρωταγωνιστές (Ζαμέλ Ντεμπούζ, Ροσντί Ζεμ, Σαμί Μπουαζιλά, Σαμί Νασερί) απεκδύονται τη διασημότητα που απολαμβάνουν στην πατρίδα τους (μέσα από περιπέτειες και εμπορικά γαλλικά προϊόντα για να ξαναζήσουν στο πετσί τους τις δοκιμασίες των προγόνων τους, μια ενσάρκωση που δικαιολογημένα τους αντάμειψε με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στις περσινές Κάννες - από κοινού, παρέα με τον έξοχο, θεατρικής παιδείας Γάλλο ηθοποιό Μπερνάρ Μπλανκάν στο ρόλο του Μαρτίνεζ. Αν και κανείς δεν θα είχε αντίρρηση στο να παραδεχτεί πως το μεγαλύτερο βραβείο είναι η μαρτυρία των ίδιων των πρωταγωνιστών ότι με αφορμή την ταινία πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά για τη ρατσιστική συμπεριφορά που υπέστησαν οι πρόγονοι τους κατά τη διάρκεια του Β* Παγκοσμίου Πολέμου.
dvd extras Χωρίς τίποτε συμπληρωματικό, ωστόσο η μοναδική ευκαιρία να δείτε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της χρονιάς σε πρώτη προβολή (αν δεν την προλάβατε στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου όπου και προβλήθηκε για μία και μοναδική φορά σε αίθουσα).
Οι Πολεμιστές face to face
«Πολεμιστές σε ξένο μέτωπο», πράγματι. Τη στιγμή που από τις 200 και πλέον ταινίες οι οποίες παράγονται ετησίως στη Γαλλία το πολύ το 15% τους βρίσκει ελληνική διανομή, επόμενο είναι ονόματα όπως αυτά των Ντεμπούζ, Μπουαζιλά, Νασερί ή Ζεμ να μη μας λένε απολύτως τίποτα. Κι όμως, δε θα ναι λίγοι οι συνεπείς κινηματογραφόφιλοι που όλο και κάποιον από τα παλιά θα αναγνωρίσουν στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της ταινίας του Ρισάντ Μπουσαρέμπ. Θυμόμαστε και εξηγούμαστε:
Ροσντί Ζεμ: Γαλλοαλγερινός από την πόλη Ζενβιέρ της Γαλλίας. 42 ετών, με 20χρονη προϋπηρεσία στη γαλλική οθόνη, άσχετα αν εμείς τον ξέρουμε μονάχα από την drag φάρσα «Chouchou», το αστυνομικό «Βρόμικος Κόσμος» και την τρέχουσα κομεντί «Λάθος Πίστη», την οποία και σκηνοθέτησε.
Σαμί Μπουαζιλά: Δεύτερης γενιάς Αλγερινός, κι αυτός γεννημένος στη γαλλική επαρχία Ζενβιέρ το 1966. Τον έχουμε δει στην «Πρόβα» της Κατρίν Κορσινί και στην «Πολιορκία» του Εντουαρντ Ζούικ, ενώ κρατά έναν από τους βασικούς ρόλους στο προσεχές ερωτικό δράμα του Αντρέ Τεσινέ «Οι Μάρτυρες».
Σαμί Νασερί: Παριζιάνος, ετών 46. Εξαιρετικά δημοφιλής στο γαλλικό κοινό, κυρίως χάρη στην τεράστια επιτυχία της σειράς κωμωδιών δράσης του Λικ Μπεσόν «Ταξί». Οι πρώτες του εμφανίσεις συμπεριλαμβάνουν κι έναν σύντομο ρόλο στο «Λεόν».
Ζαμέλ Ντεμπούζ: Ο 32χρονος Παριζιάνος, ειδικευμένος στην κωμωδία, είναι και ο πιο προσφιλής στη μνήμη μας, με βασικούς ρόλους στα «Αμελί» και «Αστερίξ Και Κλεοπάτρα» και μια αγγλόφωνη εμφάνιση στο «She Hate Μe» του Σπάικ Λι. Προσεχώς θα τον δούμε δίπλα στον Βιν Ντίζελ στην περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας του Ματιέ Κασοβίτς «Βabylon Α.D.».
ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ