Η πρώτη μεγάλου μήκους του πολλαπλά βραβευμένου για τις εξαιρετικές «μικρές» του ταινίες Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου δεν με έκανε απλώς χαρούμενο που μετρώ μέσα στους φίλους μου ένα από τα πιο αξιόπιστα κι υποσχόμενα ταλέντα του νέου ελληνικού σινεμά. Με βοήθησε να καταλάβω ακόμη καλύτερα από ποιες συμπληγάδες κι από τι εμπόδια πρέπει αυτά τα ταλέντα να περάσουν πριν βγουν στην αρένα των μεγάλου μήκους.
Πρώτα, ο Δημήτρης σκαρφάλωσε στην αφιλόξενη μα πανέμορφη, χειμωνιάτικη Πίνδο με τους ρομαντικά πρόθυμους συνοδοιπόρους του - καστ και συνεργείο. Μετά, ολοκλήρωσε μια δραματουργικά στέρεα κι άρτια καδραρισμένη (σημάδι όχι μόνο ταλέντου, αλλά κι υψηλού επιπέδου κινηματογραφικής παιδείας) δουλειά. Μια ταινία περιστασιακά προβληματική σε δύο τρία «δεσίματα» του μοντάζ και ίσως αντίστοιχες δραματουργικές επιλογές, γυρισμένη όμως με φιλμ και μπάτζετ που δεν θα αρκούσε ούτε για μια σοβαρή μικρού μήκους ταινία στο εξωτερικό. Μια ταινία, ακόμα, που καταφέρνει να βγάζει δύναμη κι από τις αδυναμίες της χάρη σε μια σειρά από ειδικά προσόντα.
Ανάμεσά τους, το φιλότιμο των νέων ηθοποιών της κι η πρώτη μεγάλη κινηματογραφική παρουσία του Τότσικα σε έναν ολιγόλογο ρόλο που τον αναδεικνύει όμως ιδανικά, συν μια πλειάδα έξοχων δεύτερων ρόλων. Ενα πολυεπίπεδο νεανικό δράμα που μιλάει για τη χώρα με έναν τρόπο ο οποίος όχι μόνο δεν προσβάλλει το μυαλό, αλλά ξαφνιάζει την καρδιά με το πιο συγκινητικό φινάλε ελληνικής ταινίας της φετινής (κι όχι μόνο) σεζόν.
Ενα έξοχο μουσικό θέμα από τον Βαγγέλη Φάμπα που συμπληρώνεται από το εξίσου αισθαντικό τραγούδι του Σωκράτη Μάλαμα στους τελικούς τίτλους . Στοιχεία που, διόλου άδικα, βοήθησαν τον «Γιo Του Φύλακα» να σηκώσει κεφάλι στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, απ όπου έφυγε όχι μόνο με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, αλλά και με το Β Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας (η έκπληξη) και με το Βραβείο Κοινού - η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μια ταινία που δονείται από το παρελθόν και το παρόν της ελληνικής ψυχής με έναν τρόπο που στέκει, χάρη στην αυθεντικότητά του, ψηλότερα από κάθε ανάλογων φιλοδοξιών ντόπια παραγωγή των τελευταίων χρόνων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ