«Τη στιγμή που θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, θα είμαι μάλλον νεκρή... Αν αυτό το γράμμα φτάσει σε σένα, θα ξέρεις πως έγινα δική σου ενώ εσύ δεν ήξερες ποια είμαι ή ότι καν υπήρχα».
Αποθεώνοντας κάθε προηγούμενη και επόμενη χρήση του voice over, το Letter From An Unknown Woman είναι στην πραγματικότητα μία ταινία που προσπαθεί να εικονογραφήσει το παραλήρημα μίας ερωτευμένης γυναίκας η οποία πεθαίνει. Ο,τι θα αντικρίσει το βλέμμα του θεατή από τη στιγμή που ο χρόνος θα γυρίσει πίσω είναι ο κόσμος μέσα από τα μάτια της Λίζα (η ταινία της;). Είναι οι εικόνες που γεννιούνται μέσα, πίσω και γύρω από τις λέξεις αυτής της μικρής εξομολόγησης που θα φτάσει ένα βράδυ μέσα σε ένα λευκό φάκελο στο σπίτι του άντρα τον οποίο αγάπησε όσο τίποτε άλλο στη ζωή της.
Χωρισμένο σε τρεις εποχές, το γράμμα (και η ταινία) ακολουθεί τη Λίζα από την εφηβεία μέχρι και λίγο μετά τη μέση της ζωής της, κάνοντας στάσεις στη σχέση της με τον Στεφάν. Μία σχέση που όσο θα γιγαντώνεται μέσα στο μυαλό και την καρδιά της Λίζα τόσο θα απομακρύνεται από την πραγματικότητα και από τον Στεφάν. Η πρώτη τους συνάντηση, το ραντεβού στο λούνα παρκ (σε μία σκηνή ανθολογίας για την όποια έννοια του ρομαντισμού), ο πρώτος χορός, η γέννηση του γιου τους, η στιγμή της φυγής στην όπερα, το βράδυ που αυτή τον επισκέφτηκε για να του χαρίσει ολόκληρη τη ζωή της και εκείνος ούτε που τη θυμήθηκε...
Κομμάτια ενός μεγάλου και επώδυνου έρωτα που ο Οφίλς, στη δεύτερη από τις τέσσερις ταινίες που γύρισε στην Αμερική, κινηματογραφεί με την απόσταση ενός παρατηρητή. Παίρνοντας άλλοτε τη θέση της Λίζα και άλλοτε αυτή του «θεατή», αφήνει την κάμερά του να διασχίσει κάθε πιθανό σημείο ανάμεσα στην παράνοια και τον υπερβολικό έρωτα, ανοίγοντας δρόμο (μέσα από πόρτες, τζαμαρίες, καθρέφτες και κλειστά δωμάτια) σε οτιδήποτε φυλακίζει τις λέξεις αυτού του γράμματος πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Ορίζοντας, πρωτίστως αρχιτεκτονικά και δευτερευόντως κοινωνιολογικά, τις πορείες των δύο ηρώων του στη Βιέννη των αρχών του 20ού αιώνα, ακυρώνει κάθε σύμβαση για να απελευθερώσει ένα σαρωτικό πάθος, χτίζοντας πάνω σε ερείπια συναισθημάτων ένα love story τόσο μοντέρνο ώστε κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως γυρίστηκε μόλις το 1948.
Κι αν τελικά παραδίδει μία εξαιρετική σπουδή πάνω στη γυναικεία ψυχολογία, αυτό οφείλεται στην ιστορία του Στέφαν Σβάιγκ, το σενάριο του Χάουαρντ Κοχ και μία από τις πιο σπαρακτικές ερμηνείες της καριέρας της Τζόαν Φοντέιν. Αν, όμως, παραδίδει ταυτόχρονα ένα αριστούργημα κινηματογραφικής αφήγησης, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη μοναδική του (στην ιστορία του σινεμά) ικανότητα να αποκρυπτογραφεί με τον πιο περίπλοκο και τελικά απέριττο τρόπο ό,τι αποδεικνύεται ανθρωπίνως αδύνατο. Μετουσιώνοντας το σε μία πράξη σχεδόν... θεϊκή. Που η πλήρωσή της, όπως και στους μεγάλους έρωτες, προϋποθέτει αναπόφευκτα μία μικρή ή συνήθως μεγάλη θυσία!
if you like this...
... αποκτήστε πάραυτα το ΤΗΕ RECKLESS ΜΟΜΕΝΤ (1949) από την αμερικανική περίοδο του Οφίλς, το LE PLAISIR (1952) και το MADAME DE... (1953) από τη γαλλική του περίοδο, λίγο πριν το τέλος της καριέρας του, τα οποία διατίθενται από τη Second Sight, οι μοναδικές εκδόσεις που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή με ταινίες του δημιουργού, για να βεβαιωθείτε πέρα από κάθε αμφιβολία για το ότι ο Μαξ Οφίλς είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών.
...δείτε ξανά την Τζόαν Φοντέιν στη ΡΕΒΕΚΚΑ (REBECCA, 1940) του Αλφρεντ Χιτσκοκ για μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της.
... αναγνωρίστε τον Λουί Ζουρντάν στο ΤΗΕ PARADINE CASE (1947) και πάλι του Αλφρεντ Χιτσκοκ.
«Η κάμερα υπάρχει για να δημιΟυργήσει μία νέα τέχνη και πάνω απ Ολα να δείξει αυτο
που δεν μπορεί να φανεί πουθενά αλλού. Ούτε στο θέατρο. Ούτε στη ζωή».
Μαξ Οφίλς
Ο Οφίλς γεννήθηκε ως Μαξιμίλιαν Οπενχάιμερ στο Αμβούργο της Γερμανίας το 1902. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός το 1919. Με τον κινηματογράφο ασχολήθηκε πρώτη φορά το 1920 στο Βερολίνο. Το 1933 μετακόμισε στη Γαλλία, προβλέποντας σοφά όσα δεινά θα επακολουθούσαν για τους Εβραίους σαν εκείνον και απέκτησε γαλλική υπηκοότητα το 1938. Μετά την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία ταξίδεψε στην Ελβετία, την Ιταλία και τις Η.Π.Α., όπου κατάφερε να βρει δουλειά με τη βοήθεια του Πρέστον Στάρτζες. Πέθανε το 1957. Χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Μαξ Οφίλς προκειμένου να μην ντροπιάσει τον πατέρα του αν τελικά αποτύχαινε.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια γύρισε περισσότερες από 20 ταινίες στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Αμερική και τη Γαλλία και υπήρξε πνευματικός δάσκαλος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ αλλά και αγαπημένος δημιουργός των Φρανσουά Τριφό και Ζαν Λικ Γκοντάρ.
Η πρώτη του μεγάλη ταινία ήταν το LIEBELEI, το 1932, ενώ στην Αμερική γύρισε τέσσερις ταινίες (ως Max Opuls) για να επιστρέψει στην Γαλλία και να καταθέσει τα τέσσερα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα του (LE PLAISIR, LE RONDE, MADAME DE...), ανάμεσα στα οποία και το LOLA MONTES, που πολλοί θεωρούν ό,τι καλύτερο έκανε ποτέ στη ζωή του, κυρίως για την 360 μοιρών περιστροφή της κάμερας και την μοναδική για την ιστορία του κινηματογράφου χρήση του σινεμασκόπ. Αλλωστε, πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της σκηνοθετικής υπογραφής του είναι η κίνηση της κάμερας, με την αριστοτεχνική χρήση των μονοπλάνων και των ευφάνταστων τράβελινγκ.
Ο γεννημένος το 1927 γιος του, Μαρσέλ Οφίλς, είναι διάσημος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, βραβευμένος με Οσκαρ ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους το 1988 για το HOTEL TERMINUS.