Στη Γλασκόβη, μια χειρίστρια στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης δημόσιων χώρων ανακαλύπτει στο μόνιτορ τη φιγούρα ενός ανθρώπου που την έχει σημαδέψει στο παρελθόν...
Πριν μιλήσω για το Red Road πρέπει παραδόξως, πριν από όλα, να εξομολογηθώ γιατί δεν μου αρέσει το καθ'όλα αξιοπρεπέστατο και αναμφίβολα υψηλού επιπέδου... δανέζικο σινεμά, άντε με την εξαίρεση κάποιες φορές του αγαπητού κυρίου Τρίερ. Ο λόγος είναι ότι όλα μοιάζουν δραματουργικά σχεδιασμένα στην εντέλεια, τα σενάριά του όμως μοιάζουν λίγο με την επίπλωση του Habitat: άψογες γραμμές, αλλά δυστυχώς μηδέν από ζωή. Τώρα θα μου πείτε γιατί τα λέω αυτά, ενώ βρισκόμαστε στη διπλανή... Σκοτία;
Θα τα εξηγήσουμε όλα στο τέλος. Δεν θα πούμε πάντως επ ουδενί τι βλέπει η χειρίστρια Τζάκι στο πρόσωπο του Κλάιντ και γιατί θα επιχειρήσει να γίνει (ξανά) μέρος της ταραγμένης ζωής του. Το Red Road, βλέπετε, μέχρι τα δύο τρίτα του, έχει καταφέρει το ακατόρθωτο, κάνοντάς μας κυριολεκτικά να χάσουμε την μπάλα. Δεν είμαστε σίγουροι αν ξετυλίγεται ένα άκρως αινιγματικό ερωτικό θρίλερ, μια ταινία με τη ματιά ενός Κεν Λόουτς στην εργατική Γλασκόβη, μια σπουδή αποξένωσης ή μια φιλοσοφική πραγματεία με την Τζάκι όχι απλά σε ρόλο Μεγάλου Αδελφού, αλλά ερεθισμένη από τα πανίσχυρα θέλγητρα που έχει ο ρόλος ενός μικρού Θεού.
Η Αρνολντ ομολογουμένως μεγαλουργεί σκηνοθετικά, δίνοντας στον παγερό αστικό χώρο και στις τραχιές ψηφιακές εικόνες παρακολούθησης πρωταγωνιστικό ρόλο, δουλεύοντας με τις μικρές λεπτομέρειες που χτίζουν αθόρυβα την κλιμάκωση. Κρατά παραπλανητικά τον θεατή στην απαραίτητη απόσταση πριν τον ρίξει κυριολεκτικά στην ανθρώπινη άβυσσο. Μέχρι λίγο πριν το «ανατρεπτικό» τέλος, όπου η δανέζικη συμπαραγωγή (βλέπε και πιο κάτω) πρέπει να κλείσει κάθε ανοιχτή τρύπα, να σοβατίσει κάθε ενοχλητική ρωγμή, να εξαφανίσει κάθε ατέλεια. Ολα πρέπει να «εξηγηθούν», όλοι πρέπει να «λυτρωθούν» προκειμένου ο θεατής να μη φύγει με κάποια απορία.
Εγώ πάλι μένω με τις παγερές, βουτηγμένες στο νυχτερινό κόκκινο χρώμα εικόνες της CCTV, εκεί που η εξαιρετική Κέιτ Ντίκι κοιτά όχι το δημόσιο, αλλά τον άδειο και ιδιωτικό εσωτερικό χώρο, περιμένοντας ίσως σε τελική ανάλυση να περάσει και η ίδια μπροστά από το μόνιτορ. Και προσυπογράφω ότι αυτό το εξαιρετικό σκηνοθετικό αυτό ντεμπούτο (βραβευμένο άλλωστε στις πάντα «δύσκολες» Κάννες) συστήνει μια άκρως ταλαντούχα δημιουργό, που επιβάλλεται να βάλετε στην κινηματογραφική ατζέντα σας.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ