Η άλλη Ανάσταση του Σωτήρη Γκoρίτσα

14.03.2007
Εξι χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, ο σκηνοθέτης του Απ Το Χιόνι και του Βαλκανιζατέr επιστρέφει με τις Παρέες και εξομολογείται την εμμονή του στις αντιθέσεις, τη δική του ερμηνεία για την Ανάσταση και την πεποίθησή του ότι μερικές φορές τα μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων είναι σχεδόν απαραίτητα...

Συνέντευξη στον Μανώλη Κρανάκη / Φωτογραφίες: Daniel Αnast

Ποια ήταν η αφορμή για τις ΠΑΡΕΕΣ; Μοιάζει να έρχονται από κάτι βαθιά προσωπικό.

Μετά από διακοπές στο Πήλιο, σκεφτόμουν ότι αν τις είχα κινηματογραφήσει θα ήταν ένα πολύτιμο υλικό για ταινία. Μια πολυπληθής παρέα Αθηναίων που γιόρταζε τη Μεγάλη Εβδομάδα μαζί με τους ντόπιους. Τη σνόμπαρα, όμως, τη θεωρούσα ίσως πολύ «εσωτερική υπόθεση». Μέχρι που κάποια στιγμή συναντήθηκε με έντονες ανακατατάξεις στη ζωή μου και πήρε το πάνω χέρι.

Κωμωδία, δράμα, αστυνομική ταινία, σάτιρα. Τι είναι οι ΠΑΡΕΕΣ για εσάς;

Από εκείνη τη στιγμή μέχρι σήμερα, η αρχική ιδέα πέρασε από δεκαεφτά γραφές σεναρίου. Οι ανάγκες των ηρώων και της μυθοπλασίας με απομάκρυναν από το να κάνω ένα ντοκιμαντέρ της παρέας μου. Φτάνοντας στο τέλος, βλέπω ότι το ερώτημα που είχα κι εγώ στην αρχή, αν θα είναι η ταινία «κωμωδία, τραγωδία, θρίλερ;», παραμένει αναπάντητο. Καταλαβαίνω ότι το έκανα συνειδητά. Μπορεί να μην ταιριάζει στα ήθη της εποχής που χρειάζεται όλο και πιο μονοσήμαντες ταυτότητες, ταιριάζει όμως σε μένα και στο τι ταινίες μου αρέσουν. Η εναλλαγή της κωμωδίας με το δράμα είναι αυτό που πάντα αγαπούσα. Οι καθαρές ταυτότητες, «κωμωδία», «δράμα», «κοινωνικό», «σχέσεων», δεν μυρίζουν λίγο μούχλα;

«Καλό;» «Παλιό;», αναρωτιούνται συχνά οι ήρωές σας, ειδικά όταν τελειώνουν ένα ανέκδοτο. Ποια είναι για σας η σχέση του καλού με το παλιό;

Με προβληματίζει. Και όχι μόνο στις ταινίες. Στη μουσική, στα βιβλία, στα ρούχα, ακόμα και στη μαγειρική. Συχνά νιώθω την αξεπέραστη δύναμη του «κλασικού», της «συνταγής». Συχνότερα όμως φουντώνει μέσα μου η διάθεση του να το πάρει ο διάολος το «κλασικό»! Να το τσαλακώσω, να απαλλαγώ από την αναμφισβήτητη γοητεία του, μήπως και μπορέσω να προχωρήσω λίγο παρακάτω. Γι αυτό και εκνευρίζομαι όταν βλέπω «ελληνικά μπλοκμπάστερ» που αναπαράγουν αφόρητα κλισέ αφήγησης, σκηνοθεσίας, ιδεολογίας. Και καλά όταν πρόκειται για απόμαχους. Οταν τα βλέπεις στην πρώτη ή δεύτερη ταινία κάποιου, τι να πεις; Το ίδιο ισχύει βέβαια και για πολλές «ποιοτικές» ταινίες. Αλλάζουν απλώς τα κλισέ. Η όποια μανιέρα, το όποιο «παλιό» αλλά και το χαζά «νεωτερικό», μου προκαλεί θλίψη, βλέπω μέσα του θάνατο. Νιώθω πιο κοντά σε αυτούς που δεν χωράνε πουθενά.

Μία ταινία για αστούς που είναι παγιδευμένοι στην επαρχία. Μία ταινία για αθώους που φέρονται σαν ένοχοι. Μία ταινία για τις παρέες, ενώ ο καθένας δρα μάλλον ατομικά. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στις αντιθέσεις;

Το ότι έδωσα μάχη με τον εαυτό μου για να καταφέρω να τις βλέπω και να τις αποδέχομαι. Πρόκειται για πόλεμο. Στη διάρκειά του χάνεις σχέσεις, χρόνο, λεφτά, υγεία, ύπνο και άλλα. Είναι όμως αναγκαστικό, αν θες να ξεφύγεις από τη ματιά του άσπρου-μαύρου, του καλού-κακού. Αυτό είναι και το σοβαρότερο στοίχημά μου σ' αυτή την ταινία. Να μην κάνω καλούς ή κακούς ήρωες, αλλά ανθρώπους ικανούς για το καλύτερο και το χειρότερο. Οπως όλοι μας, δηλαδή. Οι θετικοί ή αρνητικοί ήρωες που μαθαίνουμε στις σχολές δεν μου ταιριάζουν .Τη μάχη αυτή, βέβαια, δεν την έδωσα από καμιά υποχρέωση να «είμαι καλός άνθρωπος» ή «να κάνω καλές ταινίες». Μου αρέσει, το ευχαριστιέμαι. Είναι συναρπαστικές οι αντιθέσεις μέσα μας.

Οι ΠΑΡΕΕΣ είναι -εκτός πολλών- μία ταινία για τους σημερινούς σαραντάρηδες που προτιμούν να κρύβουν όσα δεν τους αφήνουν να είναι ευτυχισμένοι. Θα μπορούσε να είναι αυτό μία γενική διαπίστωση για τη γενιά σας;

Η απόλυτη διαπίστωση! Γεννηθήκαμε περί το 60, ροκ, χούντα, οργανώσεις, οράματα, ταξίδια. Και άφθονο σεξ! Είχαμε δηλαδή φόρα. Ορμή. Δύναμη. Και βεβαίως απολυτότητα. Και το συνεπακόλουθο σκοτάδι της! Μέσα σ' αυτόν τον κουρνιαχτό στήθηκαν ζωές. Ετσι, χωρίς πρόγραμμα. Ακολουθώντας τη φόρα. Και πολύ καλά έκαναν. Οταν, όμως, μετά το 90 ο κουρνιαχτός κατακάθισε, τότε κάποιοι είδαμε τη ζωή που στήσαμε πιο καθαρά. Για μερικούς απείχε αρκετά από αυτά που είχαμε φανταστεί. Δίλημμα: Συνεχίζω, διότι υπάρχει αναμφισβήτητα γοητεία στο όποιο οικοδόμημα ζωής ή τα σκορπίζω όλα και ξαναρχίζω; Δύσκολη η απάντηση. Είναι τα σημερινά μας ζόρια. Οχι όλων. Υπάρχουν και αυτοί που έχουν από καιρό απαντήσει. Τους χαιρόμαστε στην πολιτική, στις καρέκλες, στην TV, στα περιοδικά...

Από τι αποτελείται για εσάς μία «παρέα»;

Από ανθρώπους έτοιμους να μοιραστούν. Και ακόμα καλύτερη παρέα εάν έχουν έστω και κρυφά τη διάθεση να πετάξουν λίγο πιο πάνω από το προδιαγεγραμμένο. Ασχετα από το αν αυτό θα συμβεί. Μιλάω για τη διάθεση, τη φόρα, « τη δύναμη από την Κηφισιά», που έλεγε και ο Κεχαϊδης. Μιλάω, βέβαια, για την ενδιαφέρουσα παρέα. Υπάρχουν και άλλες, όπου αρκούν τα «καλημέρα, πώς είστε, πάντα καλά».

Είναι άραγε αναγκαίο πάντοτε ένα μικρό ή μεγαλύτερο «έγκλημα» για να βρεθεί κανείς αντιμέτωπος με τις ενοχές του;

Δυστυχώς ναι. Δεν γίνεται στα καλά καθούμενα. Εχει είπαμε γοητεία και γλύκα η αδράνεια. «Εγκλημα» για μένα σημαίνει την απροσδόκητη ανατροπή αυτής της τακτοποίησης που τείνει να ποτίζει την καθημερινότητά μας. Το συνηθισμένο που κάνουμε οι περισσότεροι είναι «να μαζεύουμε, να μαζεύουμε, να μαζεύουμε μέχρι που... σκάμε!», όπως λέει και ο Κώστας στην ταινία. Το «έγκλημα», η αφορμή δηλαδή της ανατροπής, μπορεί να είναι σοβαρό, μπορεί όμως να είναι και εντελώς γελοίο. Πολλές φορές δεν ξέρουμε ούτε οι ίδιοι τι μπορεί να μας ταράξει. Ποτέ δεν μάθαμε, για παράδειγμα, μ ένα φίλο μου τι τον έπιασε τον πατέρα του, που βγήκε με τη ζακέτα ένα βράδυ να πάρει τσιγάρα και επέστρεψε μετά από είκοσι χρόνια!

Η ταινία διαδραματίζεται το Πάσχα. Πιστεύετε στην ιδέα της Ανάστασης;

Της άλλης Ανάστασης, όχι αυτής με τις λαμπάδες, τα εικονίσματα και τα βαρελότα. Αυτής που έρχεται μετά τον Γολγοθά της επίπονης βουτιάς προς τα μέσα. Που είναι ακόμα πιο βασανιστική αν υποψιάζεσαι ότι πιθανώς δεν θα βρεις πάτο. Γιατί να γίνει; Γιατί σ' αυτό το επίπονο ταξίδι υπάρχει «του δρόμου η χαρά», που λεγε και το τραγούδι του Βαλκανιζατέr. Μου θυμίζει κάπως τις βουτιές των βαγονιών στο λούνα παρκ. Κραυγές, τσιριχτά, δάκρυα, μαλλιά στον αέρα και στο τέλος το βαγόνι ήρεμο εκεί από όπου ξεκίνησε. Αυτός ο τελευταίος αναστεναγμός ανακούφισης, η ηρεμία, είναι η Ανάσταση που εγώ ελπίζω.

Αν έπρεπε να περιγράψετε με μία μόνο πρόταση τον κάθε έναν από τους πρωταγωνιστές σας, ποια θα ήταν αυτή;

Βαγγέλης Μουρίκης: Λεπτότητα και δεξιοτεχνία πίσω από την φαινομενική αγριάδα.
Ιεροκλής Μιχαηλίδης: Η γοητεία της καλής καρδιάς.
Λένα Κιτσοπούλου: Ι feel good, Ι knew that Ι wouldnt.
Μαρία Πρωτόππαπα: Λογική και ευαισθησία.

Η ταινία θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ο Ρέιμοντ Κάρβερ συναντά το σινεμά του Κλοντ Σαμπρόλ». Ποιες είναι οι κατεξοχήν επιρροές σας; Βρίσκεστε σε κοινή γραμμή με το έργο κάποιων σκηνοθετών;

Ανήκουν κυρίως στον παλιότερο ιταλικό, τον νεότερο αγγλικό και τον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο. Σε κοινή γραμμή, όμως, δεν νιώθω να βρίσκομαι με κανέναν. Μερικές φορές θα το ήθελα. Υπάρχουν δηλαδή πάντα πάρτι που θα ήθελες να ήσουν καλεσμένος. Οπως και άλλα που δεν θες ούτε απέξω να περάσεις. Το σύνηθες που ακούω σε κάθε ταινία μου είναι ότι πάλι δεν μοιάζει με τίποτα, είναι δικής μου... πώς να το πω τώρα, κοπής; Κάτι που αρχικά με στεναχωρούσε, τώρα μάλλον με ικανοποιεί.

Υπάρχει κάποια ταινία στην οποία επανέρχεστε ως φανατικός μέσα στα χρόνια;

Οχι. Παλιότερα, ναι. Κάποιες του Κασαβέτη, οι πρώτες του Σκορσέζε, Ρόμα, Κλέφτης Των Ποδηλάτων, 400 Χτυπήματα και τα άλλα «must» του ανήσυχου σκηνοθέτη. Τελευταία με συγκινούν καινούργιες, σκόρπιες ταινίες. Φτηνές συνήθως παραγωγές, καθόλου ποζάτες, που δεν θέλουν να υποδυθούν τίποτα μεγαλειώδες. Σαν το Πριν Το Ξημέρωμα, το Παιδί των Νταρντέν, φέτος το γερμανικό Οι Ζωές Των Αλλων, τέτοια πράγματα.

Τι είναι αυτό που αγαπάτε πιο πολύ στη διαδικασία παραγωγής μίας ταινίας;

Το σενάριο. Μετά, τις πρόβες. Υστερα το μοντάζ. Και τελευταίο το γύρισμα! Καταλάβετε, νομίζω το πρόβλημα μου. Ονομάζεται «ελληνική κινηματογραφική παραγωγή».

Τι νομίζετε ότι είναι αυτό που εμποδίζει τον ελληνικό κινηματογράφο να αποτελεί κομμάτι του ευρωπαϊκού κινηματογράφου;

Το ίδιο που εμποδίζει και την Ελλάδα ως χώρα. Από τη μια δεν είμαστε αρκετά προηγμένοι ώστε να κάτσουμε να φάμε στο ίδιο τραπέζι με αυτούς, δεν μας καλούν, δεν είμαστε της τάξεώς τους, πώς το λένε. Τι να τους πει τώρα μια χώρα που προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί ώστε να φτάσει εκεί που ήταν αυτοί πριν τριάντα χρόνια; Οι μετανάστες, π.χ., που είναι της μόδας σε εμάς, είχαν πάψει να είναι φλέγον πρόβλημα στην Αγγλία όταν σπούδαζα εκεί, το 80! Από την άλλη, η δεύτερη κατάρα μας είναι ότι δεν είμαστε αρκετά εξωτικοί, τίποτα Σέρβοι, Ιρανοί, Τουρκμένιοι ή κάτι ασιατικό, τέλος πάντων, ώστε να μας έχουν καλεσμένους, εν είδει φολκλόρ, να έχει κάτι πιο πικάντικο το άνοστο καταπώς φαίνεται γεύμα τους. Δεν εμπίπτουμε δηλαδή πουθενά. Οχι ότι κι εμείς δημιουργούμε και τίποτα ιδιαίτερα πρωτότυπο που οι σκοτεινές ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν το αφήνουν να λάμψει. Να, κάτι σαν τον Ολυμπιακό είμαστε. Πρωταθλητές με τον Ατρόμητο και την παράγκα, τρώμε πεντάρες στην Ευρώπη, αλλά χαμπάρι. Ανεμίζουμε το κόκκινο κασκόλ και τραγουδάμε «We are the champions»!

Βρεθήκατε και στο δύσκολο Δεκαπενθήμερο Των Σκηνοθετών στο φεστιβάλ των Καννών με το ΑΠ ΤΟ ΧΙΟΝΙ, γευτήκατε τη χαρά να δείτε το ΒΑΛΚΑΝΙΖΑΤΕR να κόβει χιλιάδες εισιτήρια, έχετε κερδίσει και την κριτική αποδοχή. Τι είναι τελικά αυτό που μετράει πιο πολύ για έναν σκηνοθέτη ;

Και τα τρία αυτά με έχουν ευχαριστήσει πολύ. Η μεγαλύτερη πάντως χαρά μου είναι τα πρόσωπα φίλων και ανθρώπων που εκτιμώ μετά την πρώτη κλειστή προβολή της ταινίας. Εκεί σιγουρεύομαι για το ότι αυτό που είχα στο μυαλό μου κατάφερε τελικά να βγει στην οθόνη.

Μια δεύτερη ικανοποίηση έχω όταν πια παίζεται η ταινία, στον τρόπο που κατά τη διάρκεια της προβολής ανασαίνει η αίθουσα. Βλέπεις εκεί δυνατά σημεία, αδυναμίες, εμμονές δικές σου που δεν αφορούν κανέναν, πράγματα που απροσδόκητα μοιράζεσαι με τόσους άλλους που ούτε φανταζόσουνα.

Η μεγαλύτερη όμως χαρά, για να είμαι ειλικρινής, είναι κάποιες άλλες στιγμές. Στιγμές στο σενάριο, στο γύρισμα, στο μοντάζ. Δυστυχώς όμως μόνο στιγμές.

Τι έχει αλλάξει για εσάς, σε επίπεδο συνθηκών, από την εποχή που γυρίζατε τη ΔΕΣΠΟΙΝΑ;

Στις Παρέες ξαναβρέθηκα σχεδόν στο επίπεδο των συνθηκών με τις οποίες είχα γυρίσει πριν 15 χρόνια τη Δέσποινα. Μια μικρή δηλαδή ομάδα αποφασισμένων ανθρώπων να παλεύει με ελάχιστα μέσα να φέρει σε πέρας την δουλειά πολλών. Η έλλειψη χρημάτων, η απροθυμία, η βαρεμάρα και δυσκινησία των χρηματοδοτικών φορέων του ελληνικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια κάνει όλο και πιο πιεστικό το δίλημμα: Ξεκινάς με ό,τι έχεις, ξέροντας παράλληλα το τι τεράστια προβλήματα θα σου δημιουργήσει αυτό; Ή περιμένεις να εξασφαλίσεις πρώτα τις μίνιμουμ συνθήκες; Αν επέλεγα το δεύτερο, νομίζω ότι θα είχα προ πολλού αλλάξει δουλειά. Δεν ξέρω όμως για πόσο ακόμα θα μπορώ να αντέχω αυτό τον άναρχο παραλογισμό που βασιλεύει από το στάδιο επιλογής σεναρίων μέχρι τα υπόγεια των κινηματογραφικών εργαστηρίων. Δεν νομίζω ότι κανείς τραβάει κανείς σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα αυτά που τραβάει ο Ελληνας σκηνοθέτης. Εχοντας δουλέψει με ξένους και χωρίς να θέλω να το παινευτώ, σας λέω ότι μένουν με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τα αποτελέσματά μας μέσα από αυτές τις συνθήκες δουλειάς. Αρκετά ακούσαμε τα τελευταία χρόνια από διάφορους Τατούληδες για κρατικοδίαιτους και άλλες ηλιθιότητες. Φτύνουμε αίμα!

Αν μπορούσατε να πάρετε μία και μόνο απόφαση σε σχέση με τον ελληνικό κινηματογράφο, ποια θα ήταν;

Σε όλα τα κέντρα αποφάσεων να μην βρίσκονται οι «περί τον κινηματογράφο», αλλά αυτοί που δημιουργούν σήμερα τις ελληνικές ταινίες! Ελπίζω βέβαια ότι και αυτοί με τη σειρά τους θα αρθούν πάνω από πληγές και τραύματα που έχουν συσσωρεύσει και θ αφήσουν στην άκρη τη χαρακτηριστική μικροψυχία και συναισθηματική τσιγκουνιά των απανταχού αδικαίωτων..