«Η Εντίθ Πιαφ, αυτή η μικρή υπνοβάτισσα που τραγουδά τα όνειρα στον ουρανό, πάνω από τις στέγες»: εκεί που κάποιος θα αναμασούσε το κλισέ του διαμαντιού που αναδύθηκε από τα σκουπίδια, ο Ζαν Κοκτό συμπυκνώνει το μεγαλείο της Πιαφ σε μια αιθέρια περιγραφή. Και ο Ολιβιέ Νταχάν τον ακολουθεί κατά πόδας, για να απογειωθεί μαζί με το «μικρό σπουργίτι» (παρατσούκλι της ηρωίδας του) πέρα από μια σκηνοθετική καριέρα δεύτερης διαλογής. Με φτερά τη σοφή επιλογή να μην αναπαραστήσει στατικά το μεγαλείο ενός συνταρακτικού βίου, αλλά να το χαϊδέψει μέσω της κινηματογράφησης και των αισθητικών επιλογών, αποδείξεων ότι το στοιχείο του μεγαλειώδους πρέπει να μπολιάζει καταρχήν τη φόρμα. Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης αφήνει την ηρωίδα του να περιδινηθεί γύρω από έναν χρονικό στρόβιλο, να αναζητήσει σπαράγματα εδώ κι εκεί, να μην επαναπαυτεί στις ευκολίες που αβασάνιστα εφευρίσκει η πλειοψηφία των αμερικανικών biopics.
Τι σημαίνει αυτό σε μια γενικότερη αναγωγή; Οτι το γαλλικό ισοδύναμο του αμερικανικού ονείρου συντίθεται από θραύσματα απολαύσεων που κατοικούν στη μνήμη - όνειρο τυπικά γαλλικό, σαν ένα παλιό κρασί που βελτιώνει τη γεύση του από τον καιρό του Προυστ. Εξάλλου, τι άλλο οφείλει να είναι μια ταινία γύρω από το εθνικό σήμα κατατεθέν «Πιαφ», παρά τυπικά γαλλική, φετιχιστικά φινετσάτη και με έμμονη προσήλωση σε σχεδόν αδιόρατες αποχρώσεις; Κάπως έτσι, τα φτερά που αποκτά ο Νταχάν τον υψώνουν πάνω από μια υπερπλήρη ζωή 48 χρόνων, αναδεικνύοντας κομμάτια της με θρασύτατη επιλεκτικότητα. Τούτο εδώ το φιλμικό παζλ εξορίζει με το «έτσι θέλω», για παράδειγμα, τον κεφαλαιώδη έρωτα με τον Ιβ Μοντάν. Και τι μ’ αυτό; Αρκεί που έχει φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της τελευταίας, θαρρείς, γυναίκας. Αυτής που, σαν μια Γερτρούδη του έρωτα και του τραγουδιού, θα συμφωνούσε ότι ο τρελός έρωτας νικά τα πάντα, αλλά -σε αντίθεση με την ηρωίδα του Ντράγιερ- δεν θα άντεχε να μείνει μόνη ούτε στιγμή.
Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης εκμαίευσε τις παραπάνω αλήθειες από το ψέμα μιας μυθοπλασίας χωρίς καταναγκασμούς. Και, ακόμη περισσότερο, ότι δεν υπέβαλε την ηρωίδα του στην τυραννία της φλυαρίας, αλλά, κάπου στην «καρδιά» του φιλμ (εκεί που μια απώλεια τραβά τη γη κάτω από τα πόδια της Πιαφ), προτίμησε να την περικυκλώσει με μια αριστοτεχνική μείξη τράβελινγκ και πανοραμίκ. Ή καλύτερα, με το αξεδιάλυτο μπλέξιμο χρόνου και πλανημένων φαντασιώσεων που ληστεύει τα πάντα πάνω από τη μεγάλη σκηνή της ζωής.
Ελκυστικό το παραπάνω εγχείρημα, λοιπόν, από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμο της αυλαίας. Αλλά εντελώς λειψό χωρίς μια δεύτερη μυθοπλασία, που θα έλεγε κανείς ότι θαυμάζουμε σε διπλοτυπία με την πρώτη: της τιτάνιας περιπέτειας της Μαριόν Κοτιγιάρ να μπει στο πετσί της Πιαφ. Να χαθεί και να γεννηθεί εκ νέου πίσω από ένα ξένο εκμαγείο. Μέχρι που η διπλοτυπία συγχωνεύεται οριστικά με την εικόνα, κι εμείς καθηλωνόμαστε ήδη από το grand finale στο παρισινό Ολυμπιά. Εκεί όπου συμφιλιωνόμαστε οριστικά με τα δάκρυά μας και βεβαιωνόμαστε ότι η Ζωή Σαν Τριαντάφυλλο απογειώθηκε από το βάθρο του biopic σε μια σπουδή για εκείνα τα πάθη που φεύγουν μόνο μαζί με την ψυχή.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ