Tο «Still Walking» - η πιο διακριτικά διεισδυτική ταινία του Χιροκάζου Kορεέντα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μνημείο στην υποχρεωτική μνήμη με μοντέλο τους Γιοκοχάμα, μια οικογένεια που επιμένει να επικαλείται φαντάσματα του παρελθόντος. Kάθε χρόνο, την ίδια μέρα μέρα, το ζεύγος υποδέχεται τους απρόθυμους απογόνους του για το καθιερωμένο μνημόσυνο του πρωτότοκου γιου, που πνίγηκε προσπαθώντας να σώσει έναν άγνωστο.
Ο ένδοξος χαμός του κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους σαν μαύρο σύννεφο, ενώ οι συγκρίσεις ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς πέφτουν βροχή. Ο μικρότερος γιος έχει απογοητεύσει τους πάντες, κληρονομώντας μεταχειρισμένη σύζυγο (=χήρα με δικό της παιδί), ενώ η αδερφή του περιφέρει την απληστία της σχεδιάζοντας να σφετεριστεί το πατρικό τους. Καταθέτοντας ένα λεπτοφυές οικογενειακό ιστορικό γεμάτο υπόκωφες εντάσεις, ο Kορεέντα βαδίζει με προσοχή ανάμεσα στο δράμα και την κομεντί, φροντίζοντας να μη διαλέξει ποτέ στρατόπεδο.
Την ίδια χρυσή τομή εφαρμόζει και στους ήρωές του: κανένας δεν είναι απόλυτα συμπαθής (ο γιος είναι παθητικός, ο πατέρας ερμητικά κλειστός, η κόρη συμφεροντολόγα και η μητέρα χαμένη στο παρελθόν) αλλά ούτε και απωθητικός, εμποδίζοντας τυχόν εκλεκτικές συμπάθειες εκ μέρους του φιλοθεάμον κοινού. Μέχρι να εντοπίσεις τους ιδιοφυείς χειρισμούς του, έχεις ήδη ταυτιστεί με ολόκληρη την οικογένεια, αναγνωρίζοντας οικεία μοτίβα στις καθημερινές τους συνήθειες: το οικογενειακό τραπέζι, το παραδοσιακό γιαπωνέζικο λουτρό και τα λοιπά συμπτώματα της κοινής τους πορείας αντικαθιστούν τυχόν εκμυστηρεύσεις, ενώ η κάμερα του Kορεέντα ρουφάει το συναίσθημα σαν σφουγγάρι.
Οι καρτερικές του λήψεις χωράνε τα πάντα, από τη βαριά σκιά του πένθους μέχρι το ανάλαφρο πέταγμα μιας πεταλούδας. Σύντομα, τα σφιγμένα ενήλικα χείλη δίνουν τη θέση τους σε ένα τεντωμένο παιδικό χέρι που προσπαθεί να φτάσει ένα μακρινό λουλούδι και πριν καλά-καλά το καταλάβεις έχει φτάσει η ώρα της αναχώρησης. Εκεί όπου η ζωή, ευτυχώς, συνεχίζεται...
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΥΛΑΚΗ
Με γερές δόσεις χιούμορ και μελαγχολίας, ο σκηνοθέτης Χιροκάζου Κορεέντα ("Nobody Knows") μας παρουσιάζει το πορτραίτο μιας σύγχρονης οικογένειας, που αν και δυσλειτουργική, αποδεικνύεται πολύτιμη για τα ίδια τα μέλη της.