Σκηνοθέτης δίχως την παραμικρή αίσθηση του χιούμορ, ο Φιλίπ Γκαρέλ περιφέρει εδώ και δεκαετίες τον σκελετό ενός αυστηρού και αγέλαστου σινεμά, η ύπαρξη του οποίου μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις (όπως ήταν οι «Συνήθεις Εραστές» του 2005) μου έχει γίνει αρεστή.
Μιλώντας από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που έβρισκε ανέκαθεν κάτι το εκνευριστικά δήθεν στις δημιουργίες του 60χρονου αυτού Γάλλου επιγόνου της νουβέλ βαγκ, αισθάνομαι ότι τα «Σύνορα Της Αυγής» επιβεβαιώνουν ξανά τον κανόνα στη θανατερή σοβαροφάνεια που διακρίνει όλη σχεδόν τη φιλμογραφία του Γκαρέλ.
Τι κι αν στην καρδιά της νέας ταινίας του υπάρχει η εξιστόρηση ενός ερωτικού πάθους, εκστατικού όσο και ολέθριου; Τι κι αν οι ήρωες βασανίζονται από επιθυμίες τις οποίες αδυνατούν να ελέγξουν; Τι κι αν το στοιχείο του φανταστικού έρχεται να παραβιάσει κάποια στιγμή τον ασπρόμαυρο ρεαλισμό του φιλμ και να προσδώσει μια ονειρική διάσταση στα δρώμενα;
Ο Γκαρέλ φιλμάρει τα πάντα με έναν βασανιστικά μονότονο και κοινό τρόπο, σαν να θέλει να στεγνώσει την ταινία από καθετί μπορεί να αποβεί ελκυστικό. Στις περσινές Κάννες, το κοινό της δημοσιογραφικής προβολής του φιλμ έσπευσε να το αποδοκιμάσει εντόνως.
Παρ’ όλο που δεν συμμετείχα στις έντονες αντιδράσεις των παριστάμενων θεατών, συμμεριζόμουν την αγανάκτησή τους. Τα «Σύνορα Της Αυγής» είναι ένα σινεμά σχεδόν τιμωρητικό. Στο περιορισμένο φιλμικό του λεξιλόγιο έννοιες όπως κινηματογραφική απόλαυση και συναισθηματική εμπλοκή δεν φαίνεται να έχουν καμία σημασία.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Παραμελημένη από τον σύζυγό της ηθοποιός συνάπτει ερωτικό δεσμό με νεαρό φωτογράφο. Oταν ο σύζυγος επιστρέφει, το ειδύλλιο τελειώνει και ο νεαρός ζητά παρηγοριά στην αγκαλιά κάποιας άλλης, οδηγώντας την ηθοποιό στη νεύρωση και σύντομα στην τραγωδία.