O Zαν Βιγκό πρόφτασε να κάνει μόλις τέσσερις ταινίες πριν πεθάνει από φυματίωση, το 1934, σε ηλικία 29 ετών. Παρόλ' αυτά, το έργο του φιγουράρει στις κορυφαίες λίστες των απανταχού σινεφίλ μέχρι σήμερα. Ασυμβίβαστος, εκκεντρικός και ονειροπόλος, ο Βιγκό, γιος μαχόμενου αναρχικού που πέθανε στη φυλακή, μέχρι το άδοξο τέλος του πάλευε για το σινεμά που αγαπούσε - εναντίον στενόμυαλων παραγωγών, άπληστων διανομέων και της γενικότερης ένδειας της εποχής του. Η "Αταλάντη" αποτελεί το κύκνειο άσμα του και τη σπουδαιότερη δουλειά του, αν και δεν ευτύχησε να δει την ταινία του όπως επιθυμούσε στη μεγάλη οθόνη: σφαγιασμένη από την εταιρεία Gaumont για την εξασφάλιση μιας καλύτερης εμπορικής τύχης, η ταινία για χρόνια κυκλοφορούσε στην 65λεπτη εκδοχή της, ενώ μόλις το 1990 αποκαταστάθηκε στην αρχική της διάρκεια των 90 λεπτών.
Η ιστορία, αρχική παραγγελία του ίδιου του Gaumont, αφηγείται το ταξίδι ενός νιόπαντρου ζευγαριού πάνω στο ποταμόπλοιο της Αταλάντης, που ενώ ξεκινά με ενθουσιασμό και joie de vivre σταδιακά καταλήγει στην πλήξη και τον μαρασμό. Η σύζυγος αποφασίζει να εγκαταλείψει το πλοίο για τις σειρήνες του μαγικού Παρισιού αλλά το όνειρό της θα μετατραπεί νωρίς σε εφιάλτη και τελικά το ζευγάρι θα επανενωθεί θριαμβευτικά. Η απλοϊκή σχεδόν ιστορία, στα χέρια του Βιγκό, μετατρέπεται στην απόλυτη φαντασία για τη ζωή και τον έρωτα: προσθέτοντας στην υπόθεση τη φιγούρα ενός ημίτρελλου νάυτη (Μισέλ Σιμόν), ένα παιδί και πολλές γάτες, ο Γάλλος σκηνοθέτης δίνει στο φιλμ μια αύρα εκκεντρική και παράξενη, που διατηρεί μέχρι σήμερα την ίδια ανοίκεια γοητεία.
Όντας βαριά άρρωστος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Βιγκό δούλευε ασταμάτητα, μη θέλοντας να σπαταλήσει ούτε στιγμή από τον χρόνο που μάντευε ότι ήταν περιορισμένος. Πράγματι, άφησε την τελευταία του πνοή λίγο μετά την έξοδο της ταινίας που αποτέλεσε μεγάλη εμπορική αποτυχία. Ωστόσο, το φιλμ καταφέρνει να διατηρεί την πυρετώδη διάθεση του δημιουργού του, χωρίς να προδίδει στιγμή την υπόνοια του επικείμενου θανάτου. Ο Φρανσουά Τρυφό, ένας μόνος από τους διάσημους σκηνοθέτες που ερωτεύτηκε την "Αταλάντη" ακαριαία, έγραψε κάποτε πως "αυτή η ταινία είναι αριστούργημα όχι λόγω της τραγικής ιστορίας του δημιουργού της ή της παράξενης γέννησής της αλλά επειδή με προζαϊκό λόγο και πράξεις επιτυγχάνει την ποίηση".
Και η μαγεία της Αταλάντης έγκειται εκεί ακριβώς: στο μεταίχμιο σιωπής και λόγου, στην τριβή του οικείου με το ανοίκειο, στην ανύψωση του καθημερινού σε εξαιρετικό. Οι μικρές δόσεις της ρουτίνας που σκοτώνουν το μυστήριο, οι ενοχλητικές συνήθειες και ό,τι προκαλλεί την -αναπόφευκτη μοιάζει να λέει ο Βιγκό- φθορά του έρωτα, μετατρέπονται σε εικόνες τολμηρές, που ακροβατούν μεταξύ ονείρου και φαντασίας. Ο ερωτισμός που αποπνέει το φιλμ, προκλητικός και θαρραλέος, κερδίζει και τον πιο άπιστο θεατή, φέρνοντας στον νου τα λόγια του Αντρέ Μπαζάν: "Ο Βιγκό τρελλαίνεται για τη σάρκα - τόσο που είναι σχεδόν άσεμνο".
Φαίδρα Βόκαλη