Ο Λικ Μπεσόν, που κρύβεται πίσω από το σενάριο και την παραγωγή του φιλμ, παραδίδει ένα ακόμη ευρω-σκουπίδι δράσης, το οποίο δεν κατορθώνει καν να γίνει η ένοχη απόλαυση για την οποία προοριζόταν από την αρχή. Ο Τζόναθαν Ρις Μάγιερς, πιο άχρωμος και άγευστος από ποτέ, ενσαρκώνει νεαρό υπάλληλο πρεσβείας, που παλεύει για τη μεγάλη αποστολή στις Μυστικές Υπηρεσίες. Η ευκαιρία που περίμενε θα του δοθεί όταν φτάνει στο Παρίσι ο πράκτορας Τσάρλι Γουοξ (Τζον Τραβόλτα), τον οποίο πρέπει να συνοδεύσει για 48 ώρες. Ξυρισμένος, με μουσάκι τράγου και ύφος καράβλαχου καρδιναλίου, ο Τραβόλτα προσπαθεί να πείσει ως υπερ-badass, που σκοτώνει δίχως να πληρώνει παραμένοντας cool, 16 χρόνια μετά το «Pulp Fiction». Δυστυχώς, ανακαλύπτει σε βάρος του κοινούότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει πια.
Στην ευρω-κατσαρόλα ψήνεται η κλασική συνταγή του Μπεσόν: δυο αταίριαστοι κεντρικοί χαρακτήρες, ασαφείς τοπικές αναφορές, κουκλάρες που τα σπάνε κι ένα σενάριο-έκθεση έκτης δημοτικού. Μέχρι και μετά τα μισά της ταινίας, κανείς -εκτός από τον Τραβόλτα- δεν έχει καταλάβει γιατί έχει μακελευτεί ο μισός πληθησμός των Κινέζων στο Παρίσι - και όπως αποδεικνύεται δεν έχει καμία σημασία. Ο σκηνοθέτης του, ανεξήγητα επιτυχημένου, «Taken», Πιερ Μορέλ, υπογράφει τη σκηνοθεσία αυτής της ταινίας, για την οποία εφευρέθηκε ο όρος «αρπαχτή»: μοντάζ του ποδαριού, με την παρουσία των κασκαντέρ να είναι πλήρως αισθητή, και χιούμορ που εκβιάζει το χαμόγελο σε 90 λεπτά που κυλάνε βασανιστικά αργά. Στο τέλος, δε μένει ούτε Παρίσι ούτε αγάπη, παρά μόνο η απορία γιατί αυτή η ταινία δε βρέθηκε κατευθείαν εκεί που της αξίζει: στο βίντεο-κλαμπ.
Φαίδρα Βόκαλη