Βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία που συγκλόνισε τη γαλλική κινηματογραφία πριν από πέντε χρόνια, η 28χρονη Μία Χάνσεν-Λοβ έφερε πέρσι στις Κάννες μια ταινία έκπληξη: συγκίνηση μέχρι δακρύων, γνήσια κινηματογραφοφιλία άλλων εποχών, ανθρωπιά και εξαίσιες ερμηνείες. Ετσι η δεύτερη αυτή μεγάλου μήκους ταινία της κέρδισε, στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα», το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, ακριβώς κάτω από τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου. Ηταν κάτι που περίμεναν όσοι είχαν παρακολουθήσει το ελπιδοφόρο, αλλά παραμελημένο ακόμα και από τη γαλλική διανομή, πρώτο της φιλμ «Tout est pardonne», με ήρωα έναν πατέρα ο οποίος, καμένος από τις καταχρήσεις, επιχειρεί μετά από χρόνια να ξαναχτίσει γέφυρες επικοινωνίες με την κόρη του.
Αυτό που ήδη έκανε ξεχωριστή την περίπτωση της σκηνοθέτιδoς ήταν μια γραφή όπου ακόμα και τα πιο τραγικά παιχνίδια της μοίρας φιλτράρονται μέσα στο πέρασμα του χρόνου και μέσα από ένα απαλό φως που πέφτει πάνω στους χαρακτήρες για να τους χαρίσει κάτι σαν αισιοδοξία. Με άλλα λόγια, ένα σινεμά απλό αλλά ποτέ απλουστευτικό, με μια σοφία που υποτίθεται ότι έρχεται πολύ αργότερα απ’ ό,τι στο κατώφλι των πρώτων -άντα. Ευτυχώς που υπάρχουν εξαιρέσεις όπως η Μία Χάνσεν-Λοβ που, χωρίς να επαναπαύεται στο μίνιμουμ των κεκτημένων της, θα μείνει στην ίδια πινακοθήκη ηρώων αλλά θα αυξήσει τον βαθμό δυσκολίας.
Με τον τίτλο του να σκιαγραφεί ήδη το πορτρέτο μιας οικογένειας, υποχρεώνοντάς μας την ίδια στιγμή να αναρωτηθούμε ποια είναι η σκοπιά της αφήγησης, «Ο Πατέρας των Παιδιών μου» θα χειραγωγήσει με αντίστοιχο τρόπο την αιώνια ανάγκη του θεατή για ταύτιση κατά τη διάρκεια της ταινίας. Μετά από το πρώτο μισό, εξ ολοκλήρου χτισμένο πάνω στη φιγούρα του Γκρεγκουάρ και την κλιμάκωση της συμπάθειάς μας γι’ αυτόν, η Μία Χάνσεν-Λοβ θα τολμήσει μια βίαιη αφηγηματική ρήξη. Εκεί όπου θα μείνει πιστή στην τραγική, πραγματική ιστορία του Ιμπέρ Μπαλσάν, κινηματογραφικού παραγωγού που δούλεψε με σκηνοθέτες όπως ο Γιουσέφ Σαχίν, ο Λαρς Φον Τρίερ, ο Τζέιμς Αϊβορι, ο Ελία Σουλεϊμάν και ο Νίκος Παπατάκης χωρίς να υπολογίζει το οικονομικό ρίσκο και τελικά αυτοκτόνησε, μπροστά στα υπέρογκα χρέη, τον Φεβρουάριο του 2005. Η Χάνσεν-Λοβ μεταφέρει το σοκ αυτής της απώλειας στην ταινία και ο θεατής, δίχως να το καταλάβει, βρίσκεται στην παρέα αυτών που έμειναν πίσω και συμπάσχει στην κυριολεξία με αυτούς.
Συναισθηματικός εκβιασμός; Κάθε άλλο. Αν ο «Πατέρας των Παιδιών μου» εναλλάσσει τις οπτικές γωνίες της αφήγησης, είναι μόνο για να απορροφήσει τις εντάσεις, τέχνη στην οποία ο χρόνος είναι ανίκητος. Ετσι, με μια κεντρική ιδέα που στα χέρια των περισσότερων σεναριογράφων-σκηνοθετών θα γινόταν ένα βαρύγδουπο δήθεν μάθημα για την απώλεια και την ενηλικίωση, το αέρινο βλέμμα της Μία Χάνσεν-Λοβ συνθέτει μια ιστορία όπου τα πάντα μπορούν να συγχωρεθούν και να ξεπεραστούν χωρίς τίποτα να ξεχνιέται. Από το αριστοτεχνικά κεντημένο σενάριο μέχρι την υποδειγματική διεύθυνση των ηθοποιών (αξέχαστο το μείγμα κούρασης και τρυφερότητας στο παίξιμο του Λουί Ντο ντε Λενκεσέν), «Ο Πατέρας των Παιδιών μου» είναι ένα φιλμ που δικαιούται να έχει ως επιμύθιο κάτι το τόσο επιπόλαιο όσο το Que sera sera, ακριβώς γιατί έχει οδηγηθεί εκεί μέσα από τις ιδανικές συγχορδίες.
Κωνσταντίνος Σαμαράς