Τάσος Θεοδωρόπουλος

16.12.2008
Κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα».

Σε αντίθεση με περασμένες εποχές, η τωρινή μορφή κριτικής μοιάζει λίγο με υπαλληλίκι: όλοι καλούμαστε να γεμίσουμε έναν συγκεκριμένο χώρο κάθε Πέμπτη και καταλήγουμε να γράφουμε βιαστικά τηλεγραφήματα παρά ουσιώδη κείμενα. Γιατί πλέον τα έντυπα παραχωρούν τόσο λίγο χώρο στους κριτικούς και τα θεωρητικά κείμενα απουσιάζουν πλήρως;

Το κοινό θέλει να απολαύσει κινηματογράφο, αλλά καθώς είναι πολύ πιο εκπαιδευμένο απ ό,τι ήταν παλιά, αρνείται να ακολουθήσει την κριτική. Είναι κάτι ανάλογο με το μεταπολιτευτικό σύνδρομο. Οταν η κριτική έκανε σεντόνια και φοβερές αναλύσεις, κοινωνικές και ιδεολογικές, υπήρχε λόγος. Ανταποκρινόταν στις ανάγκες μιας συγκεκριμένης εποχής. Αλλά όπως κι εγώ πέρασα παιδικά χρόνια σε φεστιβάλ της ΚΝΕ Οδηγητή και τώρα δεν θέλω ούτε να τα βλέπω, έτσι και η κριτική, από ένα σημείο και μετά, έγινε πλατφόρμα ναρκισσισμού των ανθρώπων που την υπέγραφαν. Το σινεμά ήταν πάντα μια μεγάλη μπίζνα. Τα έντυπα δεν είναι φιλανθρωπικοί οργανισμοί, να πουλήσουν θέλουν. Οπότε εστίασαν σε αυτό που τους βοηθάει να πουλήσουν. Πόσες βίζιτες δηλαδή έχει κάνει η Ολγκα Κουριλένκο και όχι πόσο καλός είναι πραγματικά ο τελευταίος Μποντ.

Υπάρχει κάποιος κριτικός που σας ενέπνευσε μεγαλώνοντας και σας δημιούργησε την επιθυμία να μπείτε στο χώρο της θεωρίας του;

Ασχέτως αν συμφωνούσα ή διαφωνούσα, δεν έχανα ποτέ το «Αθηνόραμα» και τον Μπάμπη Ακτσόγλου κι επειδή η μαμά μου ήθελε πάντα να γίνω ο Δανίκας -την εποχή που πλασαριζόταν ως το αγαπημένο παιδί του ΚΚΕ- διάβαζα τις κριτικές του στον «Ριζοσπάστη» και στα «Νέα». Επίσης, εκτιμώ φοβερά τη συνέπεια του Παναγιώτη Τιμογιαννάκη γιατί υπερασπίζεται χωρίς φανφαρονισμούς έναν κινηματογράφο εμπορικό, κάτι που με ξεμπλόκαρε τρομερά απέναντι σε ένα είδος που οι άλλοι θεωρούσαν ανάξιο αστεριών. Εχω βαρεθεί πια να ακούω ότι όλοι διαβάζανε «Variety» και «Cahiers Du Cinema» - άλλο μεγάλο πλήγμα της ελληνικής κριτικής! Συγνώμη, αλλά οι μισοί μεγαλώσαμε στη στρούγκα: πόσοι δηλαδή είχαν ταχυδρόμο που τους έφερνε κάθε βδομάδα «Variety» και είχανε μαζί με τη γελάδα σύνδεση στο ίντερνετ;

Την ίδια ώρα έγκριτες πένες χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να εκφράσουν τη γνώμη τους πέρα από τον περιορισμό αρχισυντακτών και εντύπων, ενώ εδώ αν δεν μας πληρώνουν δεν γράφουμε τίποτα. Γιατί λείπουν από δώ τέτοια κρούσματα «ελεύθερης βούλησης»;

Φαντάζομαι ότι είναι θέμα χρόνου και οικονομικής άνεσης. Αν συζητήσεις τους μισθούς που παίρνουν οι Ελληνες κριτικοί με ξένους δημοσιογράφους σε περνάνε για νούμερο. Τρέχεις τόσο πολύ μέσα στο 24ωρό σου για να καλύψεις τρύπες, που ειλικρινά πρέπει να είσαι ή άνεργος ή χαραμοφάης ή πραγματικά παθιασμένος για να ασχολείσαι με τη διατήρηση ενός blog.

Πόσο ελεύθερη είναι η κριτική και τι περιορισμοί υπάρχουν;

Στην Ελλάδα η κριτική είναι και δεν είναι ελεύθερη. Από τη μία υπάρχει αυτός ο ελληνικός γραφοκυνισμός, όπου μπορεί να ξεμπροστιάσεις τον σκηνοθέτη μιας ταινίας και μεθαύριο να έχετε γίνει ρέκλα στον ίδιο καφενέ και να λέτε τα γκομενικά σας. Υπάρχει ο περιορισμός μιας πολύ μικρής πόλης, διαστάσεων και νοοτροπίας χωριού, όπου μπλέκεται ο ένας στη δουλειά του άλλου: το εμπορικό τμήμα ενός περιοδικού με την εταιρεία προώθησης μιας ταινίας που θα εξασφαλίσει τη χορηγία ενός ομίλου στον οποίο μπορεί τελικά να ανήκεις κι εσύ. Οπότε μετά τι να γράψεις; Απ την άλλη, οι σχέσεις των ίδιων των κριτικών με τα γραφεία διανομής παραείναι προσωπικές και η Ελλάδα έχει την παγκόσμια πρώτη -και το ξέρω γιατί το κάνω και εγώ- οι reviewers να κάνουν και δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, κάτι εντελώς ανήθικο. Σε καμία άλλη χώρα ο δημοσιογράφος του κινηματογραφικού ρεπορτάζ δεν ασκεί κριτική. Γιατί όταν η εταιρεία διανομής σού πληρώνει ταξίδι 2.500 ευρώ στο Λονδίνο και στο Παρίσι για να πας σε ένα press junket, άντε μετά να πιστέψει ο κόσμος την αντικειμενικότητά σου απέναντι στην ταινία!

Ποια άμυνα υπάρχει απέναντι σε φαινόμενα που στρέφονται κατά του κριτικού και που, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορούν να θεωρηθούν μέχρι και λογοκρισία;

Εμένα το μαγαζί μου με προστατεύει πάρα πολύ και δεν το αλλάζω με τίποτα. Αυτό που δεν μπορεί να με προστατεύσει και δεν καταλαβαίνω τι ρόλο βαράει, είναι η ΠΕΚΚ. Αν χρειαστεί να προστατευτώ από τα αφεντικά μου, ποιος θα με βοηθήσει;

Πόση σχέση νομίζετε ότι έχουν οι κριτικοί με την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα;

Ποια σχέση να έχεις με κάτι που δεν υπάρχει; Η σχέση των κριτικών με το ελληνικό σινεμά είναι η σχέση που μπορεί να έχει ο οποιοσδήποτε με το τίποτα. Δεν υπάρχει βιομηχανία. Υπάρχει κάτι που ούτε βιοτεχνία δεν το λες, το οποίο πλασάρεται για την αγορά της πλατείας του χωριού με τον μανδύα του ultra glamour. Εντάξει, αν το ultra glamour είναι η δήθεν σοφιστικέ σεξοκωμωδία που στην ουσία δεν διαφοροποιείται καθόλου ποιοτικά απ το «Ελα Να Γυμνωθούμε Ντάρλινγκ», τότε πάω πάσο. Τουλάχιστον οι ταινίες του Δαλιανίδη είχαν ωραία τραγούδια. Νομίζω ότι το πιο τίμιο, τόσο για τους δημιουργούς όσο και για τους κριτικούς, θα ήταν αυτές οι ταινίες να μην προβάλλονταν καν για κριτική και να ήμασταν όλοι εντάξει.

Πώς σας φαίνονται οι συνθήκες των δημοσιογραφικών προβολών, όπου ο καθένας κανονίζει τις δουλειές του ή τα λέει με το διπλανό του ενώ στην οθόνη παίζει κάποια ταινία που αργότερα θα κληθούμε να κρίνουμε;

Λυπάμαι τους ανθρώπους που μπαίνουν μέσα στο ΙΝΤΕΑΛ να δουν ταινία στα μπαρουτοκαπνισμένα καθίσματα από τις στάχτες των τσιγάρων μας! Η αλήθεια είναι ότι οι προβολές γίνονται σε μια πολύ όμορφη αίθουσα κι αν δεν βλέπεται η ταινία κοιμάσαι ωραιότατα! Προσωπικά το έχω κάνει άπειρες φορές και μετά σκουντάω τον διπλανό μου και μου λέει τι έχασα. Ετσι γράφω τις φοβερά εμπεριστατωμένες κριτικές μου! Νομίζω ότι έγινα δημοσιογράφος για να μην δουλεύω με ωράρια οικοδόμου. Εντάξει, οι προβολές δεν αρχίζουν απ τις 6, αν και πιο εύκολο θα μου ήταν γιατί εκείνη την ώρα γυρνάω απ τα club. Αλλά το να πηγαίνω μετά από ένα τρίωρο ύπνο να δω μια ταινία και να καταλήγω να προβάλω όλη την προσωπική μου κακοδαιμονία πάνω στον έρμο τον σκηνοθετάκο, είναι πραγματικά κρίμα.

Τώρα με το διαδίκτυο όλοι μπορούν να γίνουν κριτικοί. Είναι τα blogs η νέα κριτική;

Ολοι οι άνθρωποι είμαστε κριτικοί. Της παρέας, του σπιτιού μας, γενικά είμαστε όντα με κριτική σκέψη, όποια κι αν είναι αυτή. Δεν θεωρώ καθόλου κακό το φαινόμενο των bloggers, αρκεί να γίνεται επωνύμως και όχι μέσα από δήθεν προχωρημένο κάλυμμα ότι εμείς είμαστε η εναλλακτική απάντηση στην πουλημένη τάξη πραγμάτων. Γιατί είναι πολύ πιο τίμιο να έχεις διεκδικήσει τη θέση σου σε αυτή την ξεπουλημένη βιομηχανία και να παλεύεις καθημερινά να διατηρήσεις την ακεραιότητά σου μέσα από τις συμβάσεις και τις δυσκολίες, παρά να είσαι εκτός και να λασπολογείς δεξιά και αριστερά καλυμμένος από το λάβαρο της νεανικής επαναστατικής σου ορμής. Γιατί θεωρώ αλητεία και χυδαιότητα την εκτόξευση βίαιων και προσβλητικών χαρακτηρισμών προς κάθε κατεύθυνση για την αυνανιστική σου εκτόνωση και μόνο!

Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι αναγνώστες σας; Εχετε κάποιο συγκεκριμένο target group στο μυαλό σας όταν γράφετε;

Πολύ φοβάμαι ότι είναι μεσήλικες κυρίες. Εγώ ονειρευόμουνα πάντα ότι είναι καλογυμνασμένοι και γοητευτικοί άρρενες, 25 με 35 ετών με γαλανά μάτια και καστανά μαλλιά, αλλά πολύ φοβάμαι ότι είμαι η underground εκδοχή της Φωφώς Βασιλακάκη.

Ποιο πιστεύετε ότι είναι τελικά το μέλλον της κριτικής;

Δεν ξέρω και πραγματικά δεν με ενδιαφέρει γιατί ποτέ δεν αισθάνθηκα επαγγελματικά εξαρτημένος από την κριτική. Θεωρώ ότι είναι μια ευχάριστη παρένθεση στην καριέρα μου ως δημοσιογράφος. Φαντάζομαι όμως ότι είναι το ίδιο μέλλον που έχουν διάφορα ελληνικά προϊόντα απέναντι στην επέλαση των διεθνών αντιστοίχων τους. Αν ήμουν 20 χρονών δεν θα σπατάλαγα ούτε λεπτό να με διαβάσω όταν υπάρχει το ίντερνετ. Αυτό άλλωστε κάνουν και οι ίδιοι οι κριτικοί. Οταν δεν έχουν άποψη, κάνουν ένα συνδυασμό των απόψεων ξένων εντύπων για να μην τους πουν και άσχετους. Εντυπα όμως, η κριτική των οποίων γίνεται στις χώρες που παράγεται σινεμά. Εγώ για ποιο λόγο να ανησυχήσω για την κριτική μιας χώρας που δεν παράγει κινηματογράφο;