Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Φράνσις Φορντ Κόπολα επέλεξε για το μεγάλο comeback του (απουσιάζει σκηνοθετικά από το 1997 και τον «Βροχοποιό») το μυθιστόρημα του Ρουμάνου φιλοσόφου και ιστορικού Μιρτσέα Ελιάντε. Ο,τι φαινομενικά μοιάζει με ένα μεταφυσικό παραμύθι προς αναζήτηση του «χαμένου χρόνου» είναι ταυτόχρονα και η ιστορία ενός ανθρώπου που στα 70 του χρόνια (όσα ακριβώς μετράει και ο Κόπολα) επιστρέφει στο παρελθόν και στη νεότητα του προκειμένου να αποσαφηνίσει τις σωστές ή λάθος επιλογές του.
Εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες ενός μικρού συνεργείου, γυρίσματα κατά κύριο λόγο στη Ρουμανία και ένα budget που θα τον γλίτωνε από οποιαδήποτε επική διάθεση, ο Κόπολα θα μπορούσε να μεγαλουργήσει αν ειδικά λάβει κανείς υπόψη του τις ομοιότητες του υλικού του με τον «Δράκουλα».
Αν, όμως, σε εκείνο το τελευταίο σημαντικό φιλμ της μέχρι τώρα καριέρας του, η διαδρομή του από τη φαντασία στο έπος και από εκεί πίσω στην πραγματικότητα λειτούργησαν με οδηγό το πάθος, εδώ ο μοναδικός οδηγός μοιάζει να είναι η αμηχανία: απέναντι σε έναν ήρωα (Τιμ Ροθ) που παρ όλη τη μοναδικότητά του δεν βιώνει πάρα ψήγματα της κατάστασης του, απέναντι σε μία ιστορική αναζήτηση που δεν οδηγεί παρά μόνο στη σύγχυση, απέναντι σε μια μεγαλειώδη ερωτική ιστορία που άκομψα αλλά δικαιολογημένα μπορείς εύκολα να χαρακτηρίσεις ως αφελή.
Πραγματικά χαμένος μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους ενός λογοτεχνικού φιλμ που θα προτιμούσες να διαβάσεις παρά να δεις, ο Κόπολα προσπαθεί μάταια να βρει έξοδο πνίγοντας λεπτό με το λεπτό τη new age ιστορία του σε μια μεγαλοπρεπή και άδολα κιτς αποτυχία. Αφήνοντας πίσω του την ελπίδα πως η επόμενη μεγάλη του ταινία δεν θα αργήσει, αρκεί να μην είναι βασισμένη σε μία αναζήτηση νεότητας που μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί από καιρό.
Μανώλης Κρανάκης