Ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο που ακούμε τη μαύρη μουσική δεν ζει πια. Στα 66 του χρονια άφησε την τελευταία πνοή του, στις 10 Αυγούστου. Το αποτύπωμά του όμως μένει ανεξίτηλο όχι μόνο στους καταλόγους επιτυχιών αλλά και στους αναρίθμητους ζεν πρεμιέ της σόουλ που προτιμούν να μην λογίζονται ως «niggaz» και στους έγχρωμους, χολιγουντιανούς κάτοχους Οσκαρ για τους οποίους κάποιος πριν από αυτούς άνοιξε τον δρόμο...
«Αν θες να απολαμβανεις το αρωμα ενος τριανταφυλλου, πρεπει να μάθεις να αντεχεις και τα αγκάθια του»
Το 1972 στην τελετή των Οσκαρ, η ατμόσφαιρα δεν κυλούσε όπως τις αντίστοιχες προηγούμενες χρονιές. Το τραγούδι που κέρδισε τη χρονιά αυτή δεν ήταν όπως τα συνήθη, δεν είχε το τυπικό ρεφρέν και η μελωδία του δεν θύμιζε σε τίποτα τις μπαλάντες που συνοδεύουν τις δραματικότερες σκηνές των ταινιών. Το «Shaft» του Αϊζακ Χέιζ ήταν ένα σοκ στο αμερικανικό κατεστημένο της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας και όταν κέρδισε το βραβείο, ο Χέιζ βγήκε να το ερμηνεύσει με έναν τρόπο που δεν είχε προηγούμενο στα χρονικά της Ακαδημίας. Το πιάνο σχεδόν έπλεε σε μια τάφρο όπου κυλούσαν ανθρώπινα μέλη, ενώ ο ίδιος ήταν ντυμένος μόνο με αλυσίδες, αφήνοντας σχεδόν ακάλυπτο το σώμα του. Η εμφάνιση του Χέιζ ήταν ένα σχόλιο που συνόψιζε το στίγμα του στη σκηνή της σόουλ και του ρόλου που θα έμελλε να αποκτήσει μέσα στα χρόνια, ως εμβληματική φιγούρα. Δηκτικός, με μια διαμαρτυρία που χωρίς να γίνεται ενοχλητική, καυτηρίαζε την εκρηκτική κατάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 70 και ερωτικός σε οριακό σημείο, ο Χέιζ διακήρυττε την απελευθέρωση σε κάθε επίπεδο. Το «Shaft» ήταν ορόσημο για μια εποχή που τελείωνε και άλλη μια που ερχόταν. Και αυτός ήταν και ο ρόλος του Χέιζ στα πράγματα: η αντίληψη της ακρόασης μουσικής με τη λογική του τρίλεπτου σινγκλ ήταν πλέον παρελθόν και μια καινούργια, αυτή του κόνσεπτ, ερχόταν μαζί με τα βαθιά νοήματα, τις πολυεπίπεδες ενορχηστρώσεις και την πιθανότητα να... μην χορεύει ο ακροατής με αυτό που ακούει. Αντίθετα με τους άλλους μεγάλους κολοσσούς της μαύρης μουσικής, ο Χέιζ δεν έπαιξε τον ρόλο που του επιφύλασσε το σύστημα της μουσικής ψυχαγωγίας της δεκαετίας του 60. Ο Τζέιμς Μπράουν ίδρωνε επί σκηνής με δίλεπτα φανκ πυροτεχνήματα, ο Κέρτις Μέιφιλντ μπόλιασε με ευαισθησία και κοινωνική διαμαρτυρία τη σόουλ και ο Μάρβιν Γκέι δημιούργησε το πρότυπο του απόλυτου ερωτικού ερμηνευτή. Κανένας όμως δεν τόλμησε να διαρρήξει τα όρια της μουσικής και να πατήσει σε μέρη που ως χτες ανήκαν στο λευκό κατεστημένο. Ο Χέιζ όχι μόνο δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή -αυτή της ορχηστρικής σόουλ- αλλά πρόσθεσε λάμψη, έντεχνη παραγωγή, ωμό, ξεκάθαρο ερωτισμό και πληθωρική αρσενική δύναμη σε μια φόρμα που πριν από αυτόν ήταν προορισμένη να διασκεδάζει «τόσο όσο» τα ακροατήρια.
«Μην πεφτεις σε παγιδες και μην ξεχνας ποτε την καταγωγη σου».
Μεγαλωμένος στις βαμβακοφυτείες του Τενεσί, ο Χέιζ, από την προεφηβεία του ακόμα, ξέφυγε από τη φτώχεια και άρχισε να τραγουδάει στην τοπική εκκλησία του Κόβινγκτον και να παίζει σαξόφωνο, πιάνο και χάμοντ. Στις αρχές της δεκαετίας του 60 ξεκίνησε να παίζει ως εσωτερικός μουσικός στη θρυλική Stax στο Μέμφις και σύντομα έγινε, μαζί με τον Ντέιβιντ Πόρτερ, ένα από τα βασικά συνθετικά ντουέτα της εταιρείας, υπεύθυνοι για τραγούδια όπως τα «Soul Μan» και «Ηold On Im Comin» των Σαμ και Ντέιβ. Οι Πόρτερ - Χέιζ και το συγκρότημα του Μπούκερ Τι, οι MGs, ήταν η βασική ομάδα παραγωγής που φρόντιζε τις ηχογραφήσεις της εταιρείας. Το 1968 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ «Ιntroducing Isaac Ηayes» - μία μέτρια πρώτη προσπάθεια να ξεδιπλώσει το συνθετικό και ενορχηστρωτικό ταλέντο του και την επόμενη χρονιά, το «Ηot Buttered Soul» που στέκεται ανάμεσα στα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Μόλις τέσσερα μακράς διάρκειας τραγούδια απάρτιζαν το περιεχόμενο του δίσκου, τέσσερα κλασικά κοσμήματα της ορχηστρικής σόουλ που έχουν τιμηθεί ήδη πολλάκις στα σαράντα χρόνια που ακολούθησαν. Ο ήχος του Χέιζ αποτέλεσε ορόσημο για τις κατοπινές σόουλ παραγωγές κι έγινε αντικείμενο αναφοράς για τη μουσική - πάνω στο «Ιkes Rap» βασίστηκε όλη η σκηνή του μπριστολιανού τριπ χοπ και όλη η ατμόσφαιρα της nu soul. Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 80, μάλιστα, ο Χέιζ στράφηκε στον κινηματογράφο (με εμφανίσεις cameo κυρίως σε ταινίες όπως «Απόδραση Από Τη Νέα Υόρκη», «Ιm Gonna Git You Sucka» και «Johnny Μnemonic») οι παραγωγές τον χρησιμοποίησαν περισσότερο ως φιγούρα που αντιπροσωπεύει μια χαρακτηριστική «μαύρη» προσωπικότητα πατρώνα παρά σε ρόλους που είχαν μια συγκεκριμένη ουσία. Η εικόνα του διονυσιακού «πατέρα», του αστικού φύλαρχου και του γενναιόδωρου «κυρίου των κυριών» έμελλε να δημιουργήσει ένα στερεότυπο που αποδείχτηκε ότι το είχε πολύ μεγάλη ανάγκη η σόουλ - όχι με τον χλιδάτο, αστραφτερό τρόπο του Μπάρι Γουάιτ, αλλά με έναν βαθιά φιλοσοφικό και ιδιαίτερα πλούσιο τρόπο που πάντρευε μοναδικά την «απόλαυση» με την «περίσκεψη».
«Καθε καλλιτεχνης θελει να κανει κατι που να αντεξει για πολλα, πολλα χρονια».
Ακόμα και μετά τα μέσα της δεκαετίας του 70 που η Stax φαλίρισε και ο Χέιζ μπήκε σε έναν κυκεώνα περιπετειών με την αποτυχία της δικής του εταιρείας, Hot Buttered Soul, αναζητώντας δισκογραφική στέγη στην ABC και κατόπιν στην Polydor, παρέμεινε πρότυπο με τους δίσκους του, για την αναζήτηση της απόλυτης νιρβάνας της ντίσκο, παρότι η δημιουργική περίοδός του είχε περάσει. Φανατικός σαϊεντολόγος με μια πίστη που τον οδηγούσε αφοσιωμένα, προπάππους δεκατεσσάρων εγγονιών και πατέρας δώδεκα παιδιών, ιδιοκτήτης της ομάδας μπάσκετ Memphis Tams, κάτοχος τριών βραβείων Γκράμι και -φυσικά- ενός Οσκαρ, αλλά και μέλος του Rock Ν Roll Hall Of Fame, ο Χέιζ ήταν ο ενστικτώδης εκείνος καλλιτέχνης που κατάφερε να δώσει άλλη έννοια στον «συμβολικό» καλλιτέχνη της μαύρης κοινότητας, ξεφεύγοντας από τη γραφική εικόνα του «νέγρου» που κυνηγάει την «καλή». Ακόμα και ως σεφ στο «South Ρark» που του χάρισε την τελευταία τεράστια επιτυχία του με το «Chocolate Salty Βalls» o Χέιζ ανταποκρίθηκε επάξια σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της καριέρας του, άσχετα αν διέκοψε τη συνεργασία του, όπως ανακοινώθηκε, εξαιτίας της δριμείας κριτικής του «South Ρark» στη θρησκεία και ιδιαίτερα στην σαϊεντολογία, που ο καλλιτέχνης υποστήριζε.
Τα σάουντρακ του Αϊζακ Χέιζ
Η ιστορία των ταινιών blaxploitation κοσμήθηκε με τα τρία αυτά άλμπουμ και τις αντίστοιχες ταινίες τους - αυθεντικές «μερίδες» μαύρης περηφάνιας, με τον Χέιζ σε ρόλο απόλυτου μαέστρου. Παρότι και τα τρία άλμπουμ ακολουθούν ως σκορ τη δράση των ταινιών με κυρίως, ινστρουμένταλ υλικό, με έναν μαγικό τρόπο ακούγονται και αυτόνομα: Ως αυθεντικά έργα που, κάθε φορά που γεμίζουν το χώρο με την ιδιότυπη νουάρ ατμόσφαιρά τους, έχουν την ικανότητα να ανακαλούν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης αλλά και να προσφέρουν το επίπεδο διασκέδασης που ελάχιστοι άλλοι μουσικοί επενδυτές του blaxploitation έχουν.
Πέντε oυσιαστικές στιγμές απo την καριέρα τoυ ΧέΪζ πoυ δεν πρέπει να λείπoυν απo καμία δισκoθήκη.
Ηot Buttered Soul (1969, Stax)
Το εμβληματικό άλμπουμ του Χέιζ δίδαξε στις κατοπινές γενιές δημιουργών της σόουλ πώς να γράφεις μουσική της «ψυχής», απαλλαγμένης από τον ψυχαναγκασμό της βεβιασμένης χαράς. Σεξουαλικό μέχρις εσχάτων, πλούσιο και απλωμένο στις ενορχηστρώσεις του, το «Ηot Buttered Soul» ήταν ένα θριαμβευτικά κερδισμένο στοίχημα του Χέιζ σε μια εταιρεία που δίσταζε να πιστέψει ότι, πέρα από σπουδαίος στουντιάνθρωπος, είναι και ολοκληρωμένος περφόρμερ. Το «Walk On Βy» του Μπάκαρακ με τα δώδεκα λεπτά της διάρκειάς του δίνει μια άλλη διάσταση στη δραματοποιημένη εικόνα των στίχων και αφήνει πίσω του την ξεγνοιασιά με την οποία το ερμήνευσε η Ντιόν Γουόργουικ. Από την άλλη, το «Βy The Time Ι Get To Ρheonix» του Τζίμι Γουέμπ έγινε μια παραβολή πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και στον αιώνιο πόλεμο του έρωτα και της απώλειάς του, με την τεράστια εισαγωγή πρόζας που πρόσθεσε ο ίδιος ο Χέιζ. Ακούγοντας σήμερα το «Ηot Buttered Soul» η δυναμική του απλώνεται μαγικά στο χώρο και ακυρώνει εποχές και μόδες. Μια παραγωγή σημερινή, υπερβατική και μοναδική με τους Bar Kays να συνοδεύουν τον Χέιζ ως πλήρως συντονισμένη μπάντα στο υπόβαθρο.
Βlack Moses (1971, Stax)
Ενα από τα πιο φιλόδοξα κόνσεπτ των έγχρωμων 70s και ταυτόχρονα ένα δημιουργικό ζενίθ του Χέιζ σε έμπνευση και μαεστρία, ο «Μαύρος Μωυσής» είναι ένα χορταστικό, λαμπερό άλμπουμ που αρχικά είχε κυκλοφορήσει σε μια διπλή βινυλιακή έκδοση με συσκευασία αναδιπλούμενη που έκοβε την ανάσα, καθώς στο ανάπτυγμά της σχημάτιζε έναν χάρτινο σταυρό μέσα στον οποίο απλωνόταν η πληθωρική φιγούρα του Χέιζ. Η εκτέλεση του «Νever Can Say Goodbye» είναι μαγική (αργότερα η Γκλόρια Γκέινορ θα την έκανε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ντίσκο αριστουργήματα) αλλά και του «Τhey Long Τo Βe Close Τo Υou» που έγραψε ο Μπάκαρακ για τους Carpenters. To «Βlack Μoses» είναι μια εξαιρετική διαδρομή του Χέιζ στη σόουλ δημιουργία (δύο τραγούδια του Κέρτις Μέιφιλντ τιμώνται εδώ) και τιμήθηκε με to Γκράμι Καλύτερης Pop Instrumental Δουλειάς το 1972. Το άλμπουμ έφτασε ως το Νο.10 του ποπ τσαρτ στο Μπίλμπορντ και μνημονεύεται μέχρι σήμερα από καλλιτέχνες όπως η Αλίσια Κις και οι Public Enemy ως αυτό που είχαν ως «πατρόν» για τη δημιουργία πολλών από τα δικά τους κολάζ.
Disco Connection (1976, ΑΒC)
Από τα μέσα της δεκαετίας του 70, ο Χέιζ είχε ενδώσει στις ηδονές της ντίσκο και είχε προσδώσει στο ιδίωμα τη δική του ιδιαίτερη στόφα με ρυθμούς περίτεχνους και ιδιαίτερους. Ενα σύνολο αυτών των ρυθμών παρουσιάζεται στο «Disco Connection», έναν αποκλειστικά οργανικό δίσκο (χωρίς καθόλου φωνητικά) που εξέθετε όλους τους λόγους που ο Χέιζ υπήρξε μαζί με τον Λίον Γουέρ ο σπουδαιότερος παραγωγός της μαύρης μουσικής. Οι ενορχηστρώσεις είναι δουλεμένες με λεπτά χρώματα και εφευρετικές ιδέες τόσο πολύ που για μια ακόμα φορά το σύνολο του δίσκου καταφέρνει να γίνεται σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου είναι μέσα στα δέκα καλύτερα ντίσκο κομμάτια όλων των εποχών και το «Disco Shuffle» - ιδανικός οδηγός για να μάθει κανείς να χορεύει στον συγκεκριμένο ρυθμό. Το άλμπουμ αυτό στην αυθεντική βινυλιακή έκδοσή του, αλλάζει σήμερα χέρια σε απαγορευτικές τιμές...
Dont Let Go (1979,Ρolydor)
Με αυτό το άλμπουμ, ο Χέιζ έκλεινε την δεκαετία του 70, μέσα σε μια ζαλισμένη αχλύ από ντίσκο λάμψη και ανταύγειες από το θρόνο του ίδιου ως βασιλιά της μουσικής της ψυχής. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου ήταν μια σεισμική επιτυχία της εποχής, διασκευή στο κομμάτι του Ρόι Χάμιλτον, εμπνευσμένο από τον Τζάκι Γουίλσον, ένα μελωδικό ντίσκο παραλήρημα. Στον αντίποδα, το «Α Few More Kisses To Go» ήταν η μπαλάντα που έγινε «ψιθυριστά» το μυστικό των θαυμαστών του, μια επιστροφή στη φόρμα για έναν καλλιτέχνη που δεν όριζε πλέον τις νέες τάσεις της εποχής του αλλά συνέχιζε να υπηρετεί με πάθος την εποχή του.
Βranded (1995, Point Blank)
O δίσκος επιστροφής του Χέιζ στην επικαιρότητα στα μέσα της δεκαετίας του 90 έγινε με αυτό το εξαιρετικό άλμπουμ, που παρέπεμπε στη μυθική εποχή των αρχών της δεκαετίας του 70: πλούσιο φανκ και ουσιαστική σόουλ από μια ομάδα συνεργατών που περιλάμβανε και τον συνεργάτη του στα 60s, Ντέιβιντ Πόρτερ αλλά και τους κιθαρίστες του, Μάικλ Τόλς και Σκιπ Πιτς. Η διασκευή του στο «Fragile» του Στινγκ είναι καλύτερη από το πρωτότυπο και ίσως και η αντίστοιχη στο «Summer In The City» του Τζον Σεμπάστιαν.