Διάσημος video artist των πρωτοποριακών γκαλερί, ο Στιβ ΜακΚουίν αναδεικνύεται σε ένα από τα πλέον υποσχόμενα ταλέντα του ευρωπαϊκού σινεμά. Επιλέγει ένα δύσκολο θέμα, αποφεύγει τον κοινωνικό ρεαλισμό και την πολιτική καταγγελία και ολοκληρώνει ένα μοντέρνο δράμα κλειστών χώρων που ορίζεται από το αδιέξοδο πείσμα ενός ανθρώπου ο οποίος ήρθε αντιμέτωπος με το ακατόρθωτο.
Είχαμε ξαναδεί στο σινεμά την τραγική ιστορία του Μπόμι Σαντς («Some Mothers Son» του 1996), αυτή τη φορά όμως οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Κατ αρχάς η ταινία δεν ανοίγει με τον πρωταγωνιστή, αλλά με τον βασικό δεσμοφύλακα-βασανιστή της διαβόητης φυλακής όπου κρατούνται οι μαχητές του IRA. Σκληρό πρόσωπο και ματωμένα χέρια στην καθημερινότητα μιας φρίκης που αναπαράγεται συνεχώς. Μετά από αρκετή ώρα αναπάντητων αποριών θα δούμε τους κρατούμενους και τον ζωώδη αγώνα τους- διεκδικούν το καθεστώς του «πολιτικού κρατούμενου». Και θα πρέπει να περάσει κι άλλη ώρα πριν συνειδητοποιήσουμε ότι πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Μπόμπι Σαντς.
Αυτή η παράξενη κινηματογραφική φούγκα με την αντιστικτική σύνθεση κορυφώνεται σε ένα αριστουργηματικό διάλογο ανάμεσα στον Σαντς και σ' έναν καθολικό εφημέριο που διαρκεί 17 ολόκληρα λεπτά. Κι όμως, το βασανιστικό αυτό ντουέτο που θα μπορούσε να ήταν ένα εκπληκτικό μονόπρακτο (η σεναριογράφος είναι επιτυχημένη θεατρική συγγραφέας) όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά δείχνει καθαρά το μοναδικό ταλέντο του ΜακΚούιν: κάδρα, φως, μοντάζ και ερμηνείες λειτουργούν απλώς τέλεια.
Από αυτό το σημείο και κάτω ο πρωταγωνιστής θα μείνει μόνος για να ολοκληρώσει μια τραγωδία που κινηματογραφείται μέσα στην καθαρότητα μιας υπερβατικής αγιοποίησης.Εικαστική ακρίβεια χωρίς την παραμικρή υπερβολή, δομή μουσική, αμεσότητα διαλόγων, ανατριχιαστικός ρεαλισμός, ποίηση. Ολα αυτά σε μια εξαιρετική ταινία, που αποτελεί αναμφίβολα μια από τις 10 καλύτερες της χρονιάς.
Ορέστης Ανδρεαδάκης