Μπορείς να κατηγορήσεις τον Γούντι Αλεν για πολλά πράγματα. Για το γεγονός ότι η σχεδόν εμμονοληπτική υπερπαραγωγικότητα του -μια ταινία κάθε δύο χρόνια ανά μέσο όρο- τον οδήγησε συχνά σε ταινίες που δεν τιμούν τη φιλμογραφία του. Για το γεγονός ότι υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του πάνω στην εναλλαγή των κινηματογραφικών ειδών παραδίδοντας μάλλον άστοχα δράματα και ακόμη πιο άστοχα αστυνομικά θρίλερ. Για το γεγονός ότι εμπιστεύθηκε για περισσότερα χρόνια από όσο άντεχε τη «νευρική» περσόνα του επιμένοντας να υποδύεται ο ίδιος ή να αναθέτει σε άλλους την ενσάρκωση του «εαυτού» του.
Για το μόνο πράγμα που δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις είναι ότι ακόμη και στις λιγότερο πετυχημένες του απόπειρες γράφει διαολεμένα καλά και, όταν γράφει καλά, γράφει καλύτερα από οποιονδήποτε νεότερο ή μεγαλύτερο του. Πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα η καινούρια του ταινία, η οποία χαίρει της σπάνιας περίπτωσης να μην διαδραματίζεται ούτε στη Νέα Υόρκη ούτε στο Λονδίνο, αλλά στην καλοκαιρινή Βαρκελώνη και να μην πρωταγωνιστεί σε αυτήν κανένα (εμφανές τουλάχιστον) alter ego του δημιουργού της.
Καθαρή, λοιπόν, από σαφείς γουντιαλενικές αναφορές η «Vicky Cristina Βarcelona» μεταφέρει τον Αλεν και τη λαμπερή πρωταγωνιστική του τετράδα σε ένα διάφανο σοφιστικέ ρομαντικό παράλογο που κανείς δεν θα τολμούσε να συγκρίνει με κανένα από τα αριστουργήματα της πρότερης περιόδου του σκηνοθέτη, αλλά που θέτει άνετα υποψηφιότητα να είναι η καλύτερη ταινία που σκηνοθέτησε από την εποχή του «Μatch Ρoint».
Τείνοντας περισσότερο προς την καθαρόαιμη κωμωδία, ο Αλεν δεν αλλάζει ωστόσο τον κόσμο, αλλά φέρνει κοντά στα όριά του ολόκληρο το είδος της ρομαντικής κομεντί. Πίσω από κάθε ξεκαρδιστική σκηνή μπορείς να διακρίνεις βλέμματα ανθρώπων που αναζητούν απεγνωσμένα την αγάπη, πίσω από κάθε ερωτική σκηνή μπορείς να διακρίνεις το εφήμερο της σεξουαλικής απόλαυσης, πίσω από κάθε αισθηματική σκηνή μπορείς να διακρίνεις εύκολα την ειρωνεία.
Κι όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που στην ταινία κάνει την εμφάνιση της η Πενέλοπε Κρουζ σε αυτό που με απλά λόγια μπορεί να ονομαστεί ερμηνεία-οδοστρωτήρας. Δίνοντας λύση σε όλα τα διλήμματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή κάνουν τους τρεις ήρωες να παλινδρομούν ανάμεσα στη λογική και το ένστικτό τους, διδάσκει με σαρωτική γενναιοδωρία πως η μοναδική απάντηση σε κάθε πρόβλημα της καρδιάς είναι απλούστατα το πάθος. Και αν δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως αυτό είναι το απόσταγμα μιας ταινίας του Γούντι Αλεν, ο ίδιος μοιάζει να το πιστεύει σχεδόν σε επίπεδα νεύρωσης.
Μανώλης Κρανάκης