Λίγα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο, η οικονομική δυσχέρεια εξαναγκάζει τον πάτερ φαμίλια Σαλβατόρε Γκρανάτα (Λουίτζι Λο Κάσιο) να μετακομίσει από την Ιταλία στο Βέλγιο, κυνηγώντας ένα «εξευρωπαϊσμένο» όνειρο οικονομικής αποκατάστασης.
Λίγο μετά θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα μέλη, μόνο και μόνο για να έρθουν αντιμέτωπα με τη γκρίζα συνθήκη μιας ζωής που ορίζεται από τη μίζερη δουλειά του πατέρα στα ορυχεία, μία γλώσσα άγνωστη και μία χώρα αφιλόξενη.
Μοναδική διαφυγή του μικρού γιου Ρόκο, μακριά από τα κακεντρεχή, ρατσιστικά σχόλια των ντόπιων, η αγάπη του για τη μουσική που κουβαλά ατόφια τη νοσταλγία για την πατρίδα.
Το μελωδικό ταμπεραμέντο του θα αντλήσει έμπνευση από τον απαγορευμένο έρωτά του για τη Βελγίδα Ελένα, και θα διοχετευθεί σε ένα τραγούδι που θα αλλάξει τη ζωή όλων.
Το «Μαρίνα» του Στιν Κόνινξ βασίζεται στις παιδικές/εφηβικές αναμνήσεις του Ρόκο Γκρανάτα και ο τίτλος βασίζεται στο ομώνυμο τραγούδι που επιφύλαξε στον Γκρανάτα παγκόσμια επιτυχία κι αναγνώριση (στοίχημα πως ξεκινήσατε να το σιγομουρμουρίζετε ήδη).
Ο Κόνινξ, μετά το «Sister Smile», τη βιογραφία της Βελγίδας τραγουδίστριας/ καλόγριας Ζανίν Ντέκερς, επιστρέφει με άλλη μια μουσική βιογραφία που επικεντρώνεται στις κοινωνικές αντιθέσεις που πυροδοτούν το κυνήγι ενός προσωπικού στόχου, ανεξάρτητα από το κόστος. Κι αυτή τη φορά με την υπογραφή των αδερφών Νταρντέν στην παραγωγή.
Δυστυχώς όμως, το «Μαρίνα» παγιδεύεται μέσα στον αφελή φορμαλισμό μιας καλόκαρδης, ρομαντικής κομεντί που έχει εφόδια τις αφοπλιστικές μελωδίες του Γκρανάτα, ένα θελκτικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι και μια κινηματογραφική αίσθηση απόλυτα ταιριαστή με την εμπειρία του θερινού κινηματογράφου.
Η καρτποσταλική κινηματογράφηση υποδεικνύει τη θέρμη του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή Ματέο Σιμόνι με ανάλαφρο, τρυφερό τόνο αλλά δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα δεσμά της κοινοτυπίας.
Ειδικά στο δεύτερο μισό, υπάρχει μια διαδοχή σεναριακών καταστάσεων που υπονομεύουν (και ασφαλώς χειραγωγούν) ύπουλα τη δραματική ακεραιότητα της ταινίας με τέτοια πυκνότητα που δεν προκαλεί συγκίνηση, αλλά παραφωνία.
Η «Μαρίνα» μπορεί να μην ανταποκρίνεται στο μουσικό ενθουσιασμό του δημιουργού της, αλλά η θέαση της πετυχαίνει σωστό χρονισμό με την καλοκαιρινή ραστώνη της περιόδου.
Ειδικά για τους «παλιούς», η καμεό εμφάνιση του πραγματικού Ρόκο Γκρανάτα στην ταινία, στο ρόλο του πωλητή ακορντεόν, μπορεί να είναι απολαυστικά ανταποδοτική.