Ο απρόβλεπτος κος Σπίβετ δεν είναι παρά ένας ιδιοφυής δεκάχρονος εφευρέτης που λατρεύει την επιστήμη και ζει με την οικογένειά του κάπου στη μέση του αμερικανικού πουθενά.
Η επαναστατική του εφεύρεση, μια μηχανή αέναης κίνησης, είναι εκείνη που προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον του φημισμένου ινστιτούτου Σμιθσόνιαν.
Προκειμένου να παρευρεθεί στη βράβευσή του, ο Τ.Σ. Σπίβετ ξεκινά για ένα περιπετειώδες ταξίδι ως τη μακρινή Ουάσιγκτον.
Μόνο που οι υπεύθυνοι του ινστιτούτου δε θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως αυτός ο άγνωστος πρωτοπόρος επιστήμονας που περιμένουν να γνωρίσουν από κοντά είναι στην πραγματικότητα ένας πιτσιρικάς που κουβαλά ένα βαρύ ψυχικό τραύμα.
Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν-Πιερ Ζενέ, διάσημος πρωτίστως για την υπερεπιτυχημένη «Αμελί» και το «Delicatessen» και δευτερευόντως για τους «Ατελείωτους Αρραβώνες», επιστρέφει μετά το «Άλιεν: η Αναγέννηση» στη δεύτερη αγγλόφωνη παραγωγή του, η οποία διασκευάζει το βιβλίο του Ρέιφ Λάρσεν, «The Selected Works of T.S. Spivet».
Πλάι στον μικρό πρωταγωνιστή Κάιλ Κάτλετ του τηλεοπτικού «The Following», συναντάμε την κορυφαία παρουσία του καστ, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, στο ρόλο της (προφανώς) εκκεντρικής μητέρας, μαζί με τον Κάλουμ Κιθ Ρένιμ σε αυτόν του πατέρα, καθώς επίσης την Τζούντι Ντέιβις, η οποία υποδύεται με άνεση και αέρα την υπεύθυνη του Σμιθσόνιαν.
Στον «Απρόβλεπτο κο Σπίβετ», ο Ζενέ επαναφέρει μερικά από τα πλέον αναγνωρίσιμα εκφραστικά στοιχεία που χρησιμοποίησε ευρέως στην παραμυθένιας υφής «Αμελί», όπως την έντονη χρωματική παλέτα που αναδεικνύει επαρκώς ο Ελβετός διευθυντής φωτογραφίας Χάρντμαϊερ, καθώς και την εναλλαγή αφήγησης εντός και εκτός κάδρου.
Το τελικό αποτέλεσμα, παρότι δε φτάνει στο ύψος της μεγάλης του επιτυχίας, παραμένει ένα αισιόδοξο ταξίδι αναζήτησης για τον κεντρικό ήρωα, τόσο εξωτερικό (road movie γαρ) όσο και εσωτερικό.
Είναι γεγονός πως ο «Απρόβλεπτος κος Σπίβετ» απευθύνεται πρωτίστως σε προεφηβικό κοινό, εξαιτίας κυρίως των περιορισμών που θέτουν οι έντονες ακόμα επιρροές του Ζενέ από την «Αμελί».
Πιο συγκεκριμένα, ο αντισυμβατικά παραμυθένιος ρομαντισμός που διέπνεε την επιτυχία του 2001 δημιουργούσε μία χαρακτηριστική αντίθεση με την ιδιοσυγκρασία της ενήλικης ηρωίδας.
Τούτη η αντίστοιχη αντιθετική δυναμική δεν είναι δυνατό να προκύψει έχοντας για ήρωα έναν δεκάχρονο, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να «γυαλίζει» υπερβολικά την ερμηνεία του Κάτλετ.
Αυτό ωστόσο δεν αποτρέπει τον Ζενέ από το να προσανατολίσει την ιστορία που έχει στα χέρια του σε όλα όσα σηματοδοτούν το φιλμ του: η πίστη στον εαυτό και η επιμονή στα όνειρα έρχονται να κουμπώσουν με την διακριτική απόρριψη του αμερικανικού ονείρου και την αποκαθήλωση της αυθεντίας.
Όλα αυτά, βέβαια, παρουσιάζονται με τρόπο που δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, παρότι φέρνουν στο νου κάτι από το εξαιρετικό «Little Miss Sunshine» και τη σαφώς πιο ενήλικη (για να μην πούμε γκροτέσκα) αποδόμηση που το φιλμ των Ντέιτον και Φάρις επεφύλασσε στα κολλημένα με την αυτοεικόνα σύγχρονα κοινωνικά πρώτυπα.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, με την αναμέτρηση του Ζενέ με το 3D για πρώτη φορά στην καριέρα του, επιβεβαιώνεται αυτό που θα μπορούσε εξαρχής κάποιος να υποπτευθεί: ο Γάλλος σκηνοθέτης αποδεικνύεται αναμενόμενα συμβατός με το συγκεκριμένο φορμά, από τη στιγμή που εντάσσει σε αυτό αρμονικά το γενικότερο στυλ του και ιδίως τα πολλά τράβελινγκ που συνηθίζει.