Καθώς τα χρόνια περνούν για τη Σουζάν (Σάρα Φορεστιέ), την ακολουθούμε αποσπασματικά, από την παιδική της ηλικία μέχρι τη μετ’ εμποδίων, σκληρή όσο και καθυστερημένη ενηλικίωσή της, σε σχέση πρωτίστως με τους σημαντικούς «άλλους» της ζωής της.
Βασικοί παρονομαστές αυτής της διαδρομής αποτελούν η μεγαλύτερη αδερφή της, Μαρία (Αντέλ Ενέλ) και ο χήρος πατέρας τους (Φρανσουά Νταμιάν), η ασυμφιλίωτη σχέση της με το ρόλο της μητρότητας τον οποίο αναλαμβάνει από νεαρή ηλικία, καθώς κι ένας παράφορος έρωτας που την οδηγεί σε μία σειρά προβληματικών επιλογών.
Η Γαλλίδα Κατέλ Κιγιεβερέ είχε δείξει ήδη από τις μικρού μήκους της, ζωηρό ενδιαφέρον για την ακανθώδη διαδικασία της ενηλικίωσης. Στη «Suzanne», η κάτοχος του βραβείου Ζαν Βιγκό για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της υπό τον τίτλο «Το Δηλητήριο του Έρωτα», ακολουθεί την ηρωίδα της σε αυτό το ταξίδι προς τον αυτοπροσδιορισμό και την ωριμότητα, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τα χρονικά στεγανά της εφηβείας.
Παρόλα αυτά, ο χρόνος της Σούζαν μοιάζει να διαστέλλεται (εξαιτίας της παρατεταμένης εφηβείας) και να συστέλλεται ταυτόχρονα (οι γοργές μεταβάσεις στα διάφορα επεισόδια της ζωής της «συρρικνώνουν» τη νεότητά της), γεννώντας εδώ μία κομβική αντίφαση που διατρέχει το φιλμ.
Ταυτόχρονα, όλα στον κόσμο της μοιάζουν περιστρέφονται γύρω από ένα απροσδιόριστο μείγμα μεταφυσικού μοιραίου και τυχαιότητας. Ο τόπος σύγκλισης αυτών των δύο αντιθετικών στοιχείων είναι ο τάφος της μητέρας της Σουζάν. Εκείνο είναι το σημείο από όπου περνούν, διαδραματίζονται ή νοηματοδοτούνται τα κύρια επεισόδια στις ζωές τόσο της ηρωίδας όσο και των οικείων της.
Η Σουζάν της βραβευμένης με δύο Σεζάρ για τα «Πες μου τ’ Όνομά σου» (2010) και «Games of Love and Chance» (2003) Σάρα Φορεστιέ (βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), είναι μία κοπέλα λιγομίλητη, κλεισμένη στον εαυτό της αλλά ταυτόχρονα γεμάτη παρορμητισμό, που διεκδικεί το δικαίωμα στο να διατηρεί την παιδικότητά της με κάθε κόστος.
Στον αντίποδα, η Μαρία εμφανίζεται να είναι το βαρόμετρο για την αδερφή της, μαζί και ο καθοριστικότερος μοχλός προς τη συνειδητοποίησή της. Η τρυφερή, αν και συχνά άνιση σχέση των δύο αδερφών, έρχεται να καλύψει το κενό της μητέρας, μαζί με το δικαιολογημένο σάστισμα ενός φιλότιμου πατέρα να αναλάβει το βάρος του διπλού γονεϊκού ρόλου.
Η Σουζάν της πολύ καλής Φορεστιέ είναι από τους χαρακτήρες που αδιαφορούν επιδεικτικά για τη συμπάθεια του θεατή, την ώρα που εμπλέκονται μαζί του προκαλώντας τη στάση του με τις επιλογές τους. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η Κιγιεβερέ συμπληρώνει προσεκτικά την παλέτα των ηρώων της και αποσπά αθόρυβα θετικές ερμηνείες από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, έτσι ώστε κανένας να μην εκβιάζει το ρόλο του καλού ή του κακού, του θύματος ή του θήτη.
Από τις περιπτώσεις που ο βασικός χαρακτήρας δανείζει απολύτως δικαιολογημένα το όνομά του στον τίτλο, η «Suzanne» της Κιγιεβερέ αναδεικνύει την ιστορία της ηρωίδας, χωρίς να την περιχαρακώνει από τους γύρω της. Όλες οι καθοριστικές αποφάσεις της Σουζάν, άλλωστε, προκύπτουν εξίσου επιδραστικές και για τους γύρω της.
Κρίσιμο ρόλο στη αξιοπρόσεκτη συνοχή του φιλμ έρχεται να παίξει η αέρινη σύνδεση μεταξύ των σεκάνς, οι οποίες αφηγούνται χαρακτηριστικά επεισόδια της ζωής της Σουζάν μέσα από ένα μοντάζ απρόσμενα τολμηρό και σβέλτο, τουλάχιστον για τα μέτρα ενός φιλμ που δεν μαρτυρά με την πρώτη ματιά κάποια χτυπητή αφηγηματική ιδιομορφία.
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους της, η Κιγιεβερέ καταφέρνει να παραδώσει ένα μετρημένο φιλμ που καταπιάνεται διαισθητικά με την ούτως ή άλλως αδιόρατη σύνδεση μεταξύ του τραύματος σε τρυφερή ηλικία (βλ. απώλεια μητέρας) και των μετέπειτα παράτολμων επιλογών που «φωνάζουν» καθυστερημένα για το δικαίωμα σε μία χαμένη, ανέμελη παιδικότητα.
Το αληθινό παράσημό, ωστόσο, για τη γαλλίδα σκηνοθέτιδα είναι πως σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός «δύσκολου» χαρακτήρα, πείθοντας πως έχει τον απόλυτο έλεγχο των απαιτήσεων που αυτός συνεπάγεται, την ώρα που αποφεύγει να εμπλακεί στην παράθεση εύκολων απαντήσεων και πάσης φύσεως ηθικολογιών.
Κάπως έτσι, η «Suzanne» της Κιγιεβερέ έρχεται να προσφέρει αθόρυβα στην coming-of-age θεματολογία, αντί να απομυζήσει – ως είθισται – την πάντα αβανταδόρικη μήτρα της που γεννά κάθε χρόνο ουκ ολίγα αδιάφορα φιλμ ανάλογης θεματικής.