Ένας μεταλλωρύχος αγανακτεί από την εκτεταμένη διαφθορά και τον απροκάλυπτο πλουτισμό στην κοινότητά του.
Ένας περιπλανώμενος εργάτης επιστρέφει στο πατρικό του για την Πρωτοχρονιά, ανακαλύπτοντας στην πορεία τη δύναμη που του προσφέρει ένα όπλο.
Μία υπάλληλος σε σπα πιέζεται πέραν των ορίων της από έναν πλούσιο πελάτη που απαιτεί να υποκύψει στις ορέξεις του.
Ένας νέος αλλάζει συνεχώς δουλειές προσπαθώντας μάταια να καλυτερέψει τη ζωή του.
Η καταφυγή σε βίαιο ξέσπασμα - διαφορετικής κάθε φορά υφής - για καθεμιά από τις παραπάνω ιστορίες αντλεί την έμπνευσή της από ισάριθμα αληθινά, αιματηρά περιστατικά. Ο υποψήφιος για Χρυσό Φοίνικα και βραβευμένος στις Κάννες για το σενάριο της «Αίσθησης Αμαρτίας», Ζανγκ-Κε, στοχάζεται πάνω στην απόλυτη εγκατάλειψη του καθημερινού ανθρώπου στο βωμό της επίτευξης ενός οικονομικού θαύματος, σαν κι αυτό που έχει επιτύχει η σύγχρονη Κίνα.
Σε μία αχανή χώρα όπου οι αριθμοί ευημερούν αλλά η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών ανοίγει με εκθετική πρόοδο, ο παρατημένος στην τύχη του πολίτης καλείται να επιβιώσει απέναντι σε κάθε λογής αντιξοότητες: την αναξιοπρεπή, επισφαλή και κακοπληρωμένη εργασία, τον αποκλεισμό από βασικά κοινωνικά αγαθά, την απουσία κοινωνικής πρόνοιας σε κεντρικό επίπεδο εξουσίας, αλλά και το στρεβλό «δαρβινικό» δόγμα που επιτρέπει στους θρασείς και αδίστακτους να θριαμβεύουν ατιμώρητοι, απλώς επειδή μπορούν.
Όπως προκύπτει επομένως στην «Αίσθηση Αμαρτίας», η σύγχρονη Κίνα του Ζανγκ-Κε δεν είναι κάτι λιγότερο από το ακόμα πιο γκροτέσκο πρόσωπο εκείνων των ΗΠΑ, από τον καιρό που κατείχαν σε αποκλειστικότητα (ακόμη) την πατέντα της αλματώδους ανάπτυξης, των ανεξάντλητων ευκαιριών, του περίφημου «ονείρου» αλλά και των ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων.
Εκείνων που σύντομα θα μετασχηματίζονταν σε μία παγκόσμια οικονομία-καζίνο, η οποία θα έφερνε αλματωδώς αυξανόμενη φτωχοποίηση και ανεργία, μαζί με την αβάσταχτη μομφή προς όλους εκείνους τους «αποτυχημένους» ή «αναλώσιμους» που βρέθηκαν συν τοις άλλοις να φταίνε κατ’ αποκλειστικότητα για την κατάστασή τους.
Ο Ζανγκ-Κε συνδέει τις τέσσερις ιστορίες μεταξύ τους διακριτικά, στη λογική ενός μωσαϊκού το οποίο διέπει η βία ως δομικό σφάλμα της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, τις συνδέει με τα δημοφιλή θεάματα και τη λαϊκή τέχνη του πρόσφατου αλλά και του απώτερου παρελθόντος της Κίνα.
Οι ταινίες πολεμικών τεχνών του Κινγκ Χου αποτελούν βασική επιρροή στο φιλμ, ενώ λειτουργούν ως η δραματουργική – ενίοτε και η αισθητική - πεπατημένη πάνω στην οποία οι ήρωες διεκδικούν μέσω της βίας μέρος της χαμένης τους αξιοπρέπειας.
Οι παραδοσιακές κινεζικές όπερες, (μερικές από τις οποίες εμφανίζονται εμβόλιμα στην ταινία), έρχονται να οριοθετήσουν τις σχεδόν παγιωμένες ανθρώπινες αντιδράσεις απέναντι σε παρόμοιες ψυχοπιεστικές καταστάσεις, ανεξάρτητα από την ιστορική περίοδο.
Επίσης, όπως παρατηρεί και ο ίδιος ο Ζανγκ-Κε, η χαοτική απόδοση της κινεζικής επικράτειας μέσα από τέσσερις ιστορίες βίας που τοποθετούνται σε διαφορετικούς τόπους, πατά πάνω στην πανοραμική αισθητική που χαρακτήριζε την παραδοσιακή κινεζική ζωγραφική τοπίων.
Ωστόσο, στο σύμπαν της «Αίσθησης Αμαρτίας» φωλιάζουν πάντα οι αμερικανικές επιρροές, η Άγρια Δύση του Σέρτζιο Λεόνε, ακόμα και το αδιάκοπα ανταλλάξιμο δάνειο των Ταραντινικών ταινιών που συγχωνεύει στοιχεία της απωανατολικής κουλτούρας με την αιματοβαμμένη επέκταση των πιονέρων.
Υπό μίαν έννοια, μάλιστα, στην πιο εκρηκτική και εκφραστικά ανήσυχη ταινία του Ζανγκ-Κε μέχρι σήμερα, αντικρίζουμε μια Κίνα τόσο αχανή, όσο φάνταζε κάποτε η αμερικανική ήπειρος στα κλασικά γουέστερν.
Ταυτόχρονα, καθώς εμφανίζεται πιο αμερικανική από ποτέ, η νεοφιλελεύθερη Κίνα του φιλμ μοιάζει να φωλιάζει στους ατελείωτους ορίζοντές της κάθε λογής σαδιστές και καταφερτζήδες, βασανιστές και βασανισμένους, απελπισμένους φτωχοδιάβολους και εκδικητές.
Καθόλου τυχαία, αυτή η ανεξάντλητη παλέτα των χαρακτήρων, φυτεμένων πάντα στη μέση του πουθενά, μπορεί να συγκριθεί μονάχα με εκείνη που συναντάμε στον αμερικανικό κινηματογράφο, από τις ταινίες φρίκης των δεκαετιών του ’70 και του ‘80 μέχρι τα φιλμ των αδερφών Κοέν.
Βάσει των παραπάνω, το ερώτημα που προκύπτει αφορά στη στάση του Ζανγκ-Κε ως προς τη χρήση της βίας και την αυτοδικία. Οι κεντρικοί ήρωές του, άλλωστε, φτάνουν ενίοτε στο σημείο να εξαπολύσουν την οργή τους πέραν όσων άμεσα τους απειλούν.
Στη μετασχηματισμένη ερώτηση ένεκα και του τίτλου, λοιπόν, περί του ποιος κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο της «αμαρτίας» στην καταφυγή της βίας, το φιλμ δείχνει σαφώς προς τη μεριά του συστήματος, τη γενικότερη δομή της σύγχρονης κοινωνίας, εντός της οποίας το αβοήθητο άτομο είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να κοινωνήσει τη βία που βρίσκεται ολόγυρά του, με κάθε δυνατή μορφή.