Ο Λαός Προστάζει

24.10.2013
Ιδεαλισμός και καλών προθέσεων πολιτική ορμή αλλά και αφέλεια, απλοϊκή σκέψη και μελοδραματική εκτέλεση στην ταινία αυτή του Φρανκ Κάπρα, που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως πρώιμη, αν και όχι όσο καυστική θα μπορούσε, σάτιρα της μιντιακής κουλτούρας και πολιτικής.

Απελπισμένη να κρατήσει τη δουλειά της, μια νεαρή δημοσιογράφος (Μπάρμπαρα Στάνγουικ) κατασκευάζει τη φιγούρα του Τζον Ντο, ο οποίος απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει σε διαμαρτυρία για την διαφθορά της πολιτικής, την εκμετάλλευση των πολιτών και την γενικότερη κακή κατάσταση της κοινωνίας. Το γράμμα που δημοσιεύεται στην εφημερίδα προκαλεί σάλο και ο επικεφαλής της εφημερίδας συνειδητοποιεί ότι βρήκε το λαβράκι που έψαχνε.

Έτσι προσλαμβάνει έναν απένταρο άνδρα (Γκάρι Κούπερ) να υποδυθεί τον Τζον Ντο και να υπογράφει τις επιστολές και τους λόγους που γράφονται για λογαριασμό του. Από τη μία, ο Τζον Ντο θα αρχίσει να πιστεύει σε αυτά που λέει και γράφει, και θα επηρεαστεί από την βαθιά αίσθηση που προκαλούν στην κοινή γνώμη, και από την άλλη διάφοροι πολιτικοί θα προσπαθήσουν να τον εκμεταλλευτούν...

Σαν αρκετές ταινίες του Φρανκ Κάπρα - και κάτι σαν στενό αδελφάκι των παρόμοιων σε θεματική και μάλλον ανώτερων «Mr Deeds Goes to Town» και «Mr Smith Goes to Washington», η ταινία χοροπηδά συνέχεια ανάμεσα σε έναν κυνισμό για την πραγματικότητα της πολιτικής και των νεογέννητων σχετικά μαζικών μίντια και σε έναν σχεδόν αφελή ρομαντισμό για το πώς αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, κυρίως με την δραστηριοποίηση του Απλού Μέσου Αμερικανού.

Όπως και οι δύο προαναφερθείσες ταινίες, όμως, ο ιδεαλισμός της ταινίας μοιάζει αν όχι ακριβώς παρωχημένος (γιατί αυτό που πρεσβεύει είναι μια πραγματικά ανάγκη για αλλαγή, βασισμένη στην αλληλεγγύη της καθημερινότητας) τότε αρκετά μελοδραματικός και απλοϊκός, βασιζόμενος καθώς είναι στην μάλλον αφελή και λαϊκιστική στάση ότι στην πλειοψηφία τους οι "απλοί" άνθρωποι είναι καλόψυχοι, πρόθυμοι να βοηθήσουν χωρίς αντάλλαγμα τον διπλανό τους, και αλλά παρασύρονται και διαφθείρονται από τους κακούς και σατανικούς πολιτικούς (κάτι που φαίνεται να μοιράζεται και ο υπερβολικός ελληνικός τίτλος της).

Ακόμη κι αν αυτός ο τυφλός ιδεαλισμός συγχωρεθεί στην ταινία, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι, παρά τις κάποιες εύστοχες και επίκαιρες παρατηρήσεις, στην πραγματικότητα της λείπουν το θάρρος και η σκοτεινή καρδιά έτσι ώστε να καυτηριάσει σε βάθος τη σαπίλα της πολιτικής ή, ακόμη χειρότερα, να αποτυπώσει ότι ακόμη και οι καλύτερες προθέσεις διαστρεβλώνονται τρομακτικά σε κάτι πέραν αναγνώρισης - δεκαέξι χρόνια αργότερα ο Ελία Καζάν με το «A Face in the Crowd» και τριανταπέντε χρόνια αργότερα ο Σίντνεϊ Λουμέτ με το «Network» θα το πετύχουν διάνα.

Έτσι, η ιστορία χάνει κάπως το δρόμο και την ορμή της, καταλήγοντας μελοδραματική στην προσπάθειά της να βρει μια αισιόδοξη απάντηση σε βαθιά απαισιόδοξα μηνύματα και στην άτσαλη αποθέωση του άσπρου-μαύρου διαχωρισμού των καλών απλών ανθρώπων από τους κακούς πλούσιους και ισχυρούς, επευφημώντας την επικράτηση των πρώτων όχι μόνο χάρη στον μεγαλύτερο αριθμό τους αλλά επειδή έτσι είναι "το σωστό".

Ακόμη κι έτσι, όμως, οι αρετές της - η μετρημένη ερμηνεία του Γκάρι Κούπερ (που αντιστέκεται στον πειρασμό και μιμηθεί τον απόλυτο Καπρικό πρωταγωνιστή, Τζίμι Στιούαρτ), οι έξυπνα γραμμένοι λόγοι του Τζον Ντο και η κομψή αφήγηση - επιβιώνουν άθικτες και το άγγιγμα του Κάπρα παραμένει αποτελεσματικό. Όχι κλασικό παράδειγμα του σινεμά του (που όταν πετυχαίνει, είναι μαγικό μες στην απλότητά του) αλλά μια αξιοπρεπής στιγμή στη φιλμογραφία του ίδιου και μια ενδιαφέρουσα, αν και τελικά ξεδοντιασμένη, προσπάθεια αυτού του είδους του εμπορικού σινεμά να κάνει πολιτικό σχόλιο και να καταγγείλει.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ