Έχοντας επιβιώσει του κάκιστου σίκουελ «The Chronicles of Riddick» που έμοιαζε να μην ξέρει τι έκανε την πρώτη ταινία «Pitch Black» τόσο πετυχημένη για τα δεδομένα της, ο χαρακτήρας του θανάσιμου επικηρυγμένου φυγά Ρίντικ επιστρέφει σε μια (τελευταία; μπορεί και όχι) προσπάθεια να ξανακερδίσει τη θέση του στα μάτια των φαν της καλτ σειράς.
Ευτυχώς το «Riddick» είναι από τις περιπτώσεις που τα λιγότερα (χρήματα) φέρνουν περισσότερα (αποτελέσματα), και ο σαφώς μικρότερος προϋπολογισμός και η πιο ταιριαστή στις ρίζες της σειράς προσέγγιση επανέφεραν την ιστορία στο σωστό δρόμο, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό.
Τα πρώτα 30 με 40 λεπτά, μάλιστα, εξελίσσονται σε έναν μικρό θρίαμβο: αφήνοντας πίσω την βαρυφορτωμένη υπερβολή του «The Chronicles of Riddick», η ταινία επικεντρώνεται στον χαρισματικό κεντρικό αντι-ήρωα όσο εκείνος με στιλ αντιμετωπίζει κακουχίες και εξωγήινα τέρατα στον άκρως αφιλόξενο πλανήτη όπου τον έχουν εγκαταλείψει.
Είναι σε εκείνες τις στιγμές που ο Βιν Ντίζελ αποδεικνύει ξανά ότι αυτός είναι ρόλος ζωής για αυτόν, κρατώντας χωρίς διαλόγους όλη τη δράση και την απόλυτη προσοχή μας πάνω του, και είναι σε εκείνες τις στιγμές που η όλη ιστορία βρίσκει εκ νέου τον πραγματικό της χαρακτήρα.
Το δεύτερο μέρος, όμως, δεν είναι δυστυχώς το ίδιο ριζοσπαστικό: μετά την άφιξη δύο ομάδων κυνηγών επικηρυγμένων, ο Ρίντικ αποδεικνύει το πόσο θανάσιμος παραμένει, εξουδετερώνοντας έναν-έναν τους σκληροτράχηλους πολεμιστές όσο παραμένει αόρατος και αθόρυβος σε αυτούς - στην πραγματικότητα, δηλαδή, αναμασά με μικρές διαφορές την πλοκή του «Pitch Black», που αντίστοιχα ήθελε τον Ρίντικ να συνεργαστεί με άλλους για το κοινό συμφέρον, παρά την βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης και σύμπνοιας.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή η ταινία δημιουργεί αρκετό σασπένς και ενδιαφέρουσες στιγμές δράσηςψ, μπορείς να συγχωρέσεις την επιπόλαιη αφήγηση και τους αδιάφορους χαρακτήρες. Σε κάποιες άλλες, όμως, όταν κάποιες στιγμές ενοχλήσουν με την απαράδεκτα γλοιώδη σεξουαλική τους χροιά ή με αψυχολόγητες ανατροπές, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ντέιβιντ Τουόι προβληματίζει με την, αδικαιολόγητη πια, απειρία του να χειριστεί με πιο ευφάνταστο τρόπο τους ανθρώπους που κατοικούν τον τόσο εντυπωσιακό κόσμο που έχτισε.
Ακόμη και έτσι, όμως, τουλάχιστον παραμένει ένα ικανοποιητικό b-movie δράσης, με όλα τις αρετές και τα ελαττώματα που αυτό συνήθως υπονοεί. Αφήνοντας στην άκρη την υπερβολική χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, ο Τουόι βρίσκει την σωστή ισορροπία ανάμεσα στα ψηφιακά και τα πρακτικά εφέ, και για άλλη μια φορά δημιουργεί εντυπωσιακές εικόνες (κυρίως τοπίων), που ντύνουν πειστικά τη δράση, ακόμα και αν ακόμα αδυνατεί να παρουσιάσει μια ουσιαστική πρόταση για πλοκή ή ακόμη και δεύτερους χαρακτήρες που να σταθούν επάξια δίπλα στον οδοστρωτήρα που είναι ο χαρακτήρας του Ρίντικ.