Προϊόν λιγότερο κάποιου προμελετημένου συναισθηματικού εκβιασμού (όπως είθισται να συμβαίνει), τα δάκρυα που προσκαλεί το «Fruitvale Station» αποτελούν απόρροια μιας διογκούμενης θλίψης και μιας ανάγκης να εκτονωθεί σωματικά με τον πιο άμεσο τρόπο ο θυμός που σου προκαλούν τα όσα βλέπεις στην οθόνη.
Θυμός για τον χαμό του Όσκαρ Γκραντ, του 22χρονου μαύρου άντρα, ο οποίος τα ξημερώματα της 1ης Ιανουαρίου του 2009 έπεσε νεκρός από τη σφαίρα ενός οξύθυμου λευκού αστυνομικού στην πλατφόρμα του σταθμού τρένων στο Φρούτβεϊλ του Όκλαντ, στην διάρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας που οδήγησε σε μια εντελώς αδικαιολόγητη και σοκαριστική πράξη.
Η ιστορία είναι αληθινή, πυροδότησε επεισόδια και αντιδράσεις στην ευρύτερη περιοχή που συνέβη, απασχόλησε για μήνες τα ειδησεογραφικά δελτία στην αμερικανική τηλεόραση και ανακίνησε για ακόμη μια φορά το ζήτημα της αναίτιας αστυνομικής βίας και της συσσωρευμένης ρατσιστικής προκατάληψης που εξακολουθεί να ελλοχεύει στην (σκοτεινή) καρδιά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αν τίποτα δεν είχε συμβεί κι ο Όσκαρ Γκραντ είχε ζήσει εκείνο το μοιραίο βράδυ, σήμερα θα ήταν 26 ετών, όσο δηλαδή κι ο σκηνοθέτης αυτού του παθιασμένου ντεμπούτου. Γέννημα θρέμμα της περιοχής στην οποία συνέβη το τραγικό συμβάν, ο Ράιαν Κούγκλερ παραδέχτηκε σε συνέντευξή του ότι από καιρό ένιωθε την ανάγκη να διηγηθεί αυτή την ιστορία που τόσο τον είχε σημαδέψει, με σκοπό να την εκτονώσει από μέσα του.
Η αφοσίωση και το πάθος του Κούγκλερ φαίνονται σε κάθε πλάνο του «Fruitvale Station», αποτελούν δύο από τους βασικούς λόγους για τους οποίους το φιλμ προκύπτει τόσο άμεσο ή τόσο αβίαστα συγκινητικό και βοηθούν ώστε να συγχωρεθούν στον σκηνοθέτη αρκετοί μελοδραματισμοί στους οποίους είναι φανερό ότι δεν μπόρεσε να αντισταθεί.
Με μια θαυμάσια και ιδιαίτερα εκφραστική κεντρική ερμηνεία από τον-επίσης 26χρονο-Μάικλ Μπ. Τζόρνταν (τον πρωτογνωρίσαμε από το τηλεοπτικό «The Wire»), ο οποίος πολύ σύντομα θα αποτελεί έναν από τους πιο περιζήτητους ηθοποιούς του αμερικανικού σινεμά, το «Fruitvale Station» δεν αρκείται στο να αναπαραστήσει απλώς τις τελευταίες ώρες του άτυχου νεαρού, ούτε προσπαθεί να δώσει συμβολικές και μαρτυρικές διαστάσεις στον θάνατό του.
Μέσα από ένα θλιβερό περιστατικό, από αυτά που σου ραγίζουν πραγματικά την καρδιά, η ταινία επιθυμεί να γίνει ένας σύντομος εορτασμός της ζωής και των μικρών πραγμάτων που την κάνουν να μοιάζει τόσο πολύτιμη αλλά και τόσο πικρά εφήμερη τελικά. Από πολλές απόψεις, λοιπόν, τα δάκρυα που ενδεχομένως θα επενδύσει κάποιος θεατής για το «Fruitvale Station» μου φαίνονται δάκρυα καλά ξοδεμένα.