«Θα μάθεις το όνομά της». Είναι ξεκάθαρο σε ποιόν απευθύνεται η ταινία από το tagline της και μόνο. Η ιστορία της Κάρι, όμως, είναι ήδη γνωστή. Έως και υπερβολικά γνωστή.
Ένα περιθωριοποιημένο κορίτσι ζει μαζί με τη φανατικά θρησκευόμενη μητέρα του, ενώ έχει ήδη ανακαλύψει ότι διαθέτει τηλεκινητικές ικανότητες. Όταν οι συμμαθητές της θα αρχίσουν να τη φοβερίζουν και να καταστρώνουν χοντροκομμένες φάρσες σε βάρος της, η Κάρι θα φτάσει στα όρια της και θα εκδικηθεί τους πάντες την ημέρα του χορού του σχολείου.
Στα χαρτιά, το συγκεκριμένο ριμέικ δε φαντάζει τόσο άσκοπο όσο μας έχει συνηθίσει το Χόλιγουντ τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, η ιδεά είναι αρκετά ενδιαφέρουσα: η σκηνοθέτης του «Boys Don’t Cry», Κίμπερλι Πιρς, αναλαμβάνει να επανεφεύρει στο σήμερα μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες τρόμου όλων των εποχών και μια από τις ελάχιστες που έχουν ως κεντρικές πρωταγωνίστριες σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες.
Με τα θέματα της άγριας σεξουαλικής ενηλικίωσης και του σχολικού bullying να είναι τόσο επίκαιρα σήμερα όσο και πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, με μια γυναίκα σκηνοθέτη στο τιμόνι μιας κατεξοχήν γυναικείας ταινίας και με πρωταγωνίστριες το λατρεμένο Hit Girl του «Kick Ass» , Κλόε Γκρέις Μόρετζ (η οποία έχει και προϋπηρεσία σε αξιόσημείωτα ριμέικ όπως το αμερικάνικο «Άσε το Κακό να Μπει»), και την Τζούλιαν Μουρ στο ρόλο της καταπιεστικής μητέρας της, αυτό εδώ το ριμέικ έμοιαζε με κάτι που έχει όντως λόγο ύπαρξης.
Έλα, όμως, που βλέποντας την ταινία σχεδόν τίποτα δεν δείχνει να λειτουργεί όπως θα έπρεπε...
Το σενάριο των Λόρενς Ντ. Κόεν (υπεύθυνος και για το σενάριο της «Carrie» του 1976) και Ρομπέρτο Αγκίρε-Σακάσα μένει εξαιρετικά πιστό στο πρωτότυπο και ίσως μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, αφού το μόνο καινούριο που έρχεται να προσθέσει στην ιστορία είναι η χρήση των κινητών και του ίντερνετ στην παρενόχληση που δέχεται η κοινωνικά απόκληρη Κάρι. Εκεί, όμως που θα μπορούσε να υπάρχει μια πραγματικά επίκαιρη αναφορά στο καυτό θέμα του cyber-bullying έχουμε κάτι που μοιάζει με μια απροκάλυπτα επιδερμική προσπάθεια κάποιου γέρου να κλείσει το μάτι στη γενιά των smartphones και του YouTube.
Και η Κίμπερλι Πιρς δεν φαίνεται να έχει ένα συγκεκριμένο όραμα που θα μπορούσε να απογειώσει, ή έστω να σώσει το μέτριο αυτό σενάριο, στο οποίο τα πάντα συμβαίνουν χωρίς λόγο. Παραπαίοντας ανάμεσα στο b-movie, την εφηβική ταινία και τα υπερ-ηρωικά (!) φιλμ, η ταινία καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο από μια βερσιόν του πρωτότυπου για το κοινό του «Twilight», η οποία δεν ξέρει ακριβώς που θέλει να το πάει.
Αμήχανες στιγμές από το βιβλίο οδηγιών κάθε εφηβικής ταινίας, μια σωστή εμμονή στο μοτίβο του αίματος (από την πρώτη περίοδο μέχρι το τελικό μακελειό), σεκάνς που αντιμετωπίζουν την Κάρι σαν υπερήρωα που παίζει με τις δυνάμεις της και επιβλητικά ντεκουπαρισμένες σκηνές θρησκευτικής τρέλας συνθέτουν ένα άνισο αποτέλεσμα, που καταλήγει σε ένα κρεσέντο από φτηνιάρικα και αχρείαστα ψηφιακά εφέ.
Η μόνη που μένει πραγματικά στο ύψος της είναι η Τζούλιαν Μουρ, αφού καταφέρνει να είναι αγνά τρομακτική σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται, μιας και παρουσιάζει τη μητέρα όχι απλά ως μια θρησκευτικά φανατική σκύλα, αλλά ως μια πληγωμένη, παρανοϊκή και ολοκληρωτικά επικίνδυνη γυναίκα. Έτσι, λοιπόν, η σχέση της Κάρι με τη μητέρα της είναι το μόνο κομμάτι της ταινίας που πραγματικά λειτουργεί, ακόμα και αν η Κλόε Μορέτζ είναι απογοητευτικά άβολη και λίγη στο ρόλο που σημάδεψε η Σίσι Σπέισεκ.
Το νέο «Carrie», λοιπόν, παρ’ όλες τις καλές του προθέσεις, χάνει την ευκαιρία να μιλήσει για τη δύσκολη εφηβεία μέσα από τις συμβάσεις ενός κλασικού θρίλερ, και καταλήγει να είναι ένα εύκολο, «μοντέρνο» θριλεράκι για αυτό που θεωρούν οι παραγωγοί του Χόλιγουντ ότι θέλουν οι έφηβοι σήμερα. Και είναι κρίμα, γιατί πού και πού, μέσα από την περιρρέουσα φτήνια μπορείς να διακρίνεις κάτι που θα μπορούσε να έχει κάτι να πει, αν ήξερε ακριβώς τι ήθελε να είναι αυτό.