Βραβευμένος το 2001 με το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας για το «Ένας Υπέροχος Άνθρωπος», ο Ρον Χάουαρντ έχει κατορθώσει σε όλη τη διάρκεια της μέχρι τώρα καριέρας του να παραμείνει ένας ικανότατος διεκπεραιωτής.
Οι ιστορίες που τον ελκύουν περισσότερο, και του χαρίζουν συνήθως τις δάφνες των πιο ευκολόπιστων κριτικών, είναι αυτές που στηρίζονται σε αληθινά συμβάντα και αποτελούν παραλλαγές του ίδιου θέματος: της δύναμης του ανθρώπου να νικά τις αντιξοότητες και να επιδεικνύει θάρρος και πρωτοβουλία κόντρα σε φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια.
Είτε πρόκειται για τις δραματικές συνέπειες μιας αποτυχημένης αποστολής στο διάστημα («Apollo 13»), είτε για το πορτρέτο μιας παρανοϊκής ιδιοφυίας των μαθηματικών («Ένας Υπέροχος Άνθρωπος»), είτε για το θρίαμβο ενός φτωχού πυγμάχου τον οποίο όλοι είχαν ξεγραμμένο στις μέρες του οικονομικού κραχ («Cinderella Man»), είτε για τις περισσότερες άλλες ταινίες του, ο Χάουαρντ φροντίζει πάντα και υπηρετεί κατά γράμμα διηγήσεις με ξεκάθαρα μηνύματα και σαφείς κατευθυντήριες, και σενάρια, τα οποία εύκολα μαντεύεις πού θα οδηγήσουν. Ως σκηνοθέτης σπανίως παίρνει πρωτοβουλίες και ακόμη πιο σπάνια παίρνει ρίσκα.
Κάπως έτσι και στο «Rush», μια ακόμη αξιοπρεπέστατη πλην ολότελα απρόσωπη μέινστριμ δουλειά, ο Χάουαρντ καλείται να αποδώσει στην οθόνη με τον πιο επαγγελματικό (αλλά όχι απαραίτητα και συναρπαστικό) τρόπο το παρασκήνιο μιας περιβόητης αθλητικής μονομαχίας ανάμεσα σε δυο θρύλους των αγώνων ταχύτητος, οι οποίοι μεσουράνησαν στις τσιμεντένιες πίστες της δεκαετίας του ’70: τον Βρετανό Τζέιμς Χαντ και τον αυστριακό Νίκι Λάουντα.
Αν και φαινομενικά πολύ διαφορετικές περιπτώσεις ανθρώπων-αθεράπευτος ηδονιστής και πλεϊμπόι ο ένας, πειθαρχημένος και αυστηρός ο άλλος- οι δύο οδηγοί ενώνονται από την ίδια αγάπη για το αχαλίνωτο γκάζι, την ίδια μάτσο αλαζονεία και την ίδια επιθυμία να ξεπεράσουν τα όρια του εαυτού τους.
Η κινηματογραφική μεταχείριση της μονομαχίας αυτής δίνει ξανά στον σκηνοθέτη την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον σεναριογράφο του στο «Frost/Nixon». Περισσότερο γνωστός για τη φινετσάτη γραφή του στην «Βασίλισσα», ο Πίτερ Μόργκαν κατορθώνει και πάλι να χωρέσει μια πληθώρα πληροφοριών στην αφήγησή του και πηγαινοέρχεται ευλύγιστα ανάμεσα στην καταγεγραμμένη αλήθεια και την εικασία, ο τρόπος με τον οποίο παραθέτει γεγονότα και χτίζει δραματουργικό ενδιαφέρον παραμένει, ωστόσο, προβλέψιμος.
Φιλμάροντας με μια αεικίνητη κάμερα, που αναπαριστά με εξαιρετικό τρόπο τα ρίγη, την ένταση και τον ίλιγγο τα οποία συνοδεύουν έναν ριψοκίνδυνο αγώνα ταχύτητας, ο Χάουαρντ κατορθώνει από την πλευρά του ώστε το «Rush» να είναι μια από τις πιο προσεγμένες και ρεαλιστικές ταινίες που έγιναν ποτέ με αντικείμενό τους ένα άθλημα.
Πίσω από τις καλογυαλισμένες εικόνες και τα δεξιοτεχνικά μοντάζ που επιστρατεύει, ωστόσο, ο 59χρονος σκηνοθέτης προσπαθεί ακόμη εις μάτην να βρει κάτι αληθινά δικό του, κάποιο προσωπικό στίγμα που να πιστοποιεί ότι το φιλμ ανήκει μόνο σε εκείνον και σε κανέναν άλλο.
Το «Rush» επαναπαύεται μια χαρά στην ιδέα ενός θεάματος προγραμματισμένου μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Κι αυτή είναι μάλλον μια ταιριαστή παρομοίωση που θα μπορούσε να συνοψίζει ολόκληρο το σινεμά του Ρον Χάουαρντ.