Είναι το «Γεννημένοι Ξανά» ένα ερωτικό δράμα που αφηγείται την ιστορία ενός καταραμένου ζευγαριού που πασχίζει να βρει την ευτυχία; Είναι ένα αντιπολεμικό μελόδραμα που διηγείται την τραγωδία και την φρικαλεότητα ενός πολέμου; Ή μήπως τελικά είναι ένα φιλμ «ωδή στην μητρότητα», όπως είχε δηλώσει και η Πενέλοπε Κρουζ σε μια πρόσφατη συνέντευξή της; Η αλήθεια είναι πως το «Γεννημένοι Ξανά» προσπαθεί να είναι όλα τα παραπάνω, αλλά τελικά πλατειάζει τόσο που χάνει τον δρόμο του και δεν καταφέρνει να εξερευνήσει ικανοποιητικά καμία από τις θεματικές που θίγει.
Ο Σέρτζιο Καστελίτο σκηνοθετεί για δεύτερη φορά την Πενέλοπε Κρουζ και μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα της συζύγου του, Μάργκαρετ Ματσαντίνι, σε μια καλογυαλισμένη ιταλική υπερπαραγωγή που κερδίζει πόντους με την άρτια κατασκευή της αλλά χάνει τελείως στην ουσία.
Σε αυτή, η Τζέμμα (Πενέλοπε Κρουζ) επισκέπτεται με τον έφηβο γιο της το Σαράγεβο, μια πόλη που της ξυπνάει έντονες αναμνήσεις. 16 χρόνια πριν, η νεαρή τότε Ιταλίδα, είχε γνωρίσει εκεί τον Ντιέγκο (Εμίλ Χιρς), έναν Αμερικανό φωτογράφο που έμελλε να είναι ο έρωτας της ζωής της. Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο στην Ιταλία μέχρι που η είδηση της στειρότητας της Τζέμμα ήρθε για να χαλάσει ανεπανόρθωτα της ισορροπίες. Όταν τελικά οι δυο τους ταξιδέψουν πίσω στο Σαράγεβο για να βρεθούν εκεί απ’ όπου ο έρωτάς τους ξεκίνησε, ο πόλεμος θα ξεσπάσει και μαζί του θα γεννηθούν μυστικά που θα τους αλλάξουν για πάντα τις ζωές.
Ο Καστελίτο ξετυλίγει την πλοκή της ιστορίας του χρησιμοποιώντας εκτενή φλασμπάκ που μεταπηδούν συνεχώς μπρος και πίσω στο χρόνο, προσπαθώντας να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή που περιμένει να μάθει την απάντηση στο βασικό ερώτημα που πλανάται απ’ την αρχή του φιλμ.
Το συγκεκριμένο σεναριακό εύρημα μπορεί αφενός να έχει μια κάποια ισχύ αλλά αφετέρου τα βασικά στοιχεία που δομούν την αφήγησή της ταινίας είναι επιεικώς αδύναμα. Εκνευριστικά αφελείς διάλογοι, υπερβολικές ερμηνείες που πασχίζουν να νοηματοδοτήσουν αδύναμες σκηνές, χαρακτήρες που φλερτάρουν με την καρικατούρα και βιντεοκλιπίστικες σκηνοθετικές ευκολίες, συνθέτουν ένα άρρυθμο και άνισο φιλμ που απέχει πολύ απ’ το στιβαρό μελόδραμα που θα ήθελε να ήταν.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η Κρουζ φαίνεται πως παρ' όλη την λάμψη της, ελλείψει των κατάλληλων σκηνοθετικών κατευθύνσεων, παραμένει απλά μια υποκριτικά αδέξια οπτασία, ενώ ο Εμίλ Χιρς προσπαθεί να ξεθάψει τη μανιέρα που είχε επιτυχημένα υιοθετήσει στο «Ταξίδι στην Αγρια Φύση» του Σον Πεν, αλλά εξαιρώντας την τελευταία σκηνή, δεν το καταφέρνει ποτέ.