Μπορεί μια ταινία, μια κατά τα άλλα συμπαθητικά φτιαγμένη, αξιοπρεπής, καθ’όλα μη προσβλητική ταινία, να καταδικαστεί από την ίδια της της ασημαντότητα; Γιατί, αν κάτι ξεχωρίζει στην ιστορία της προσωπικής σεφ του Φρανουσά Μιτεράν, είναι ακριβώς η απουσία οποιασδήποτε ενδιαφέρουσας και εξωτικής γεύσης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την μεταφορά της στην μεγάλη οθόνη και να την κάνει να ξεχωρίσει από τις τόσες και τόσες εμπορικές ταινίες του γαλλικού σινεμά.
Η εξαιρετική ερμηνεία, βέβαια, της υποψήφιας για Σεζάρ Κατρίν Φρο, μετρημένη αλλά και συγκινητική όπου χρειάζεται, σημαίνει ότι τουλάχιστον ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι μια άκρως ελκυστική δημιουργία, παθιασμένη με τη δουλειά της, αφοσιωμένη στο καθήκον της να προσφέρει ό,τι καλύτερο και αποφασισμένη να αντιμετωπίσει την εχθρική συμπεριφορά ενός αποκλειστικά ανδροκρατούμενου κόσμου στις κουζίνες των Ηλυσίων Πεδίων.
Ακόμη χειρότερο, κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία είναι εκεί και απλώς σπαταλούνται: η παρουσία μιας γυναίκας σε μια τόσο υψηλή θέση και οι ειρωνείες που αντιμετωπίζει και λόγω του φύλου της, οι προσπάθειές της να αναδείξει τη απλή σπιτική κουζίνα σε πείσμα των τάσεων που θέλουν μόνο την 'υψηλή' μαγειρική να έχει θέση στα επίσημα γεύματα και η αγάπη της για οργανικά, φρέσκα προϊόντα, σε συνδυασμό με το πηγαίο μεράκι της σε ό,τι έχει να κάνει με το (τόσο όμορφα κινηματογραφημένο, τόσο φοβερά γαλλικό) φαγητό.
Καμία από αυτές τις πλευρές της ιστορίας, όμως, δεν χρησιμοποιείται αρκετά δυναμικά ώστε να προσδώσει στην ιστορία της Ορτάνς το βάθος που της λείπει ή κάτι το πραγματικά αξιομνημόνευτο, ενώ οι σκηνές που διαδραματίζονται στην Ανταρκτική λίγα χρόνια αργότερα, όπου η Ορτάνς δούλεψε για ένα διάστημα, αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την ταινία, μην έχοντας καμία θέση παρά μόνο ως μια - φοβερά μπανάλ - μέθοδο εισαγωγής του θεατή στην ιστορία.
Η ταινία, πάντως, δεν ενδίδει στον πειρασμό να παραφουσκώσει τα γεγονότα με υπερβολή ή προφανείς συμβολισμούς: το φαγητό εδώ, και ευτυχώς, δεν είναι μια αλληγορία για την χαρά που φέρνει η Ορτάνς στο προεδρικό μέγαρο, την απόλαυση ή κάτι αντιστοιχα κλισέ όπως συνηθίζει το σινεμά.
Αυτό που μένει δεν είναι και πολύ. Προδίδεται από μια έλλειψη ουσίας, από μια ενοχλητική αίσθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ότι αυτή η ιστορία είναι πολύ λίγη και περιορισμένης οπτικής, ότι δεν ανοίγεται ποτέ σε κάτι παραπάνω από την περιγραφή της ως «η ταινία για την προσωπική σεφ του Μιτεράν» - τόσο απλά, τόσο πεζά.