Όζ: Μέγας και Παντοδύναμος

26.01.2013
Στο πρίκουελ του «Μάγου του Οζ» ένας ερασιτέχνης μάγος καταλήγει κατά τύχη στη χώρα του Οζ και έρχεται αντιμέτωπος με τρεις μάγισσες, που πείθονται ότι είναι ο μάγος που περίμεναν για να σώσει τη χώρα. Εντυπωσιακές αλλά «πλαστικές» ψηφιακές εικόνες και μια ιστορία φορτωμένη με βαρετά κλισέ και σοροπιαστά «μηνύματα», η οποία ναυαγεί παρά τις κάποιες συμπαθητικές στιγμές και ερμηνείες.

Περισσότερο κι από την κλασική πια ταινία του 1939, ο «Οζ» θυμίζει την ατυχέστατη απόπειρα του Τιμ Μπάρτον να ξαναζωντανέψει την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων». Είναι ένας κόσμος καλοσχεδιασμένος και πολλά υποσχόμενος, γεμάτος από περίεργα πλάσματα και έντονα χρώματα, γεμάτος από χορταστική μαγεία.

Αυτή η υπόσχεση όμως μένει κενή: ο κόσμος είναι επιφανειακός και επικίνδυνα κοντά στην πλαστική τελειότητα της «Αλίκης» (η μπανάλ μουσική του Ντάνι Έλφμαν δε βοηθά την αποφυγή τέτοιων συγκρίσεων), γεμάτος από ιστορίες και χαρακτήρες που μένουν δισδιάστατοι ή απλώς αδιάφοροι στην εξέλιξή τους.

Ο Όσκαρ (Τζέιμς Φράνκο) είναι ένας ερασιτέχνης μάγος που ονειρεύεται να γίνει «όχι ένας καλός άνδρας, αλλά ένας σπουδαίος άνδρας», και ξεγελά τους εύπιστους θεατές του με οπτικά κόλπα και τις πολλές φιλενάδες του με παραφουσκωμένες ιστορίες για το παρελθόν του. Για να ξεφύγει από την οργή του πατέρα ενός από τα κορίτσια που αποπλάνησε, ο Όσκαρ επιβιβάζεται σε ένα αερόστατο που, μετά από έναν ανεμοστρόβιλο, τον προσγειώνει στην μαγική, πολύχρωμη χώρα του Οζ. Εκεί θα γνωρίσει τρεις μάγισσες, που αμέσως θεωρούν ότι είναι ο μάγος που περιμένουν για να εκπληρώσει μια προφητεία και να σωθεί η χώρα τους...

Το πιο αδύναμο στοιχείο του νέου αυτού «Οζ» είναι το σενάριο του: προβλέψιμο και αποστειρωμένο μέσα στην βαρετή ιστορία και τους ξύλινους διαλόγους του, κάνει το λάθος (όπως αρκετές ταινίες που προορίζονται για όλη την οικογένεια) να εξισώσει την έννοια τού κατάλληλο για όλες τις ηλικίες με το απλοϊκό και αρκείται στην κουραστική επανάληψη σοροπιαστών μηνύματων για διστακτικούς ήρωες, το νόημα της γενναιότητας και τη σημασία των φίλων.

Ο Σαμ Ράιμι, τόσο απολαυστικά ιδιαίτερος και εκκεντρικός στις πιο προσωπικές ταινίες που τον έκαναν διάσημο, προσθέτει άλλη μία μέινστριμ ταινία στο βιογραφικό του μετά την τριλογία «Spider-Man», αυτή τη φορά πιο απρόσωπη από ποτέ. Αν μη τι άλλο, ο «Οζ» είναι ατόφια στουντιακή Ντίσνεϊ οικογενειακή ταινία, ένα καλοφτιαγμένο αλλά άψυχο πρίκουελ, που βασίζεται περισσότερο στη νοσταλγία παρά στην πραγματική έμπνευση και αφηγηματικό μεράκι. Ο Ράιμι χειρίζεται μεν με δεξιοτεχνία τις σκηνές δράσης και το μεγάλο φινάλε, όπως και το στοιχείο του 3D, αλλά τελικά ο «Οζ» είναι μια ταινία που θα μπορούσε εν τέλει να φέρει την υπογραφή οποιουδήποτε.

Και ο πρωταγωνιστής του δεν τον βοηθά καθόλου. Ο Τζέιμς Φράνκο είναι ταυτόχρονα εύστοχο αλλά και ατυχές κάστινγκ. Έχοντας μια καλλιτεχνική περσόνα που συχνά έχει κατηγορηθεί ως ψεύτικη και δήθεν, ο Φράνκο δε χρειάζεται να κάνει πολλά για να πείσει ως καταφερτζής απατεώνας που βασίζεται στα χαμόγελα και τα ψέματα, αλλά δεν έχει αρκετή φαντασία και ικανότητα ως ηθοποιός για να επενδύσει κάπως περισσότερο το ρόλο του πέρα από μια κάποια γοητεία.

Ρηχός και μονότονος, ο Φράνκο εκτίθεται περισσότερο όταν στέκεται δίπλα στις πιο ζωηρές συμπρωταγωνίστριές του μάγισσες, ακόμη και δίπλα στους ψηφιακούς χαρακτήρες - ο Ζακ Μπραφ ως ο πιθηκίσιος σύντροφος του Μάγου τουλάχιστον είναι αβίαστα διασκεδαστικός, ενώ η πορσελάνινη κουκλίτσα που τους συνοδεύει στο ταξίδι τους είναι πολύ πιο ανθρώπινη από τον κενό στο βλέμμα Φράνκο.

Σχεδόν σε κάνει να εύχεσαι να είχε λίγη από την ακατανίκητη γοητεία του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ (ένα φεγγάρι κρατούσε εκείνος το ρόλο) ή την τρέλα και τόλμη του Τζόνι Ντεπ - μπορεί να έχει καταντήσει κουραστικός με τις εξωφρενικές μεταμφιέσεις και τις υπερβολικές του ερμηνείες, αλλά τουλάχιστον είναι πάντα κάποιος που σου κρατά την προσοχή.

Η Μισέλ Γουίλιαμς με άνεση χειρίζεται τον πιο βαρετό χαρακτήρα από όλους και φέρνει κάτι ουσιαστικό στην κάπως μονότονη καλοσύνη και σοφία της Γκλίντα, εκπέμποντας ζεστασιά και αθωότητα, ενώ η Ρέιτσελ Βάις φαίνεται να διασκεδάζει την ευκαιρία να υποδυθεί το ρόλο της ντίβας/σατανικής μάγισσας.

Αυτή που φαίνεται να συνάντησε τις μεγαλύτερες δυσκολίες είναι η Μίλα Κούνις, στον πιο ζουμερό ρόλο από όλους - μοιάζει ανασφαλής, δύσκαμπτη και τελικά λίγη, ειδικά μετά την ακραία σωματική και ψυχολογική της μεταμόρφωση, οπότε και χάνει τελείως το μέτρο και καταλήγει στη χωρίς δραματικό βάρος καρικατούρα.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ