The Impossible

21.12.2012
Εκπληκτική κινηματογράφηση, εξαιρετικές ερμηνείες και μια αμείλικτη ατμόσφαιρα τρόμου, σασπένς, θλίψης αλλά και αναπάντεχης ανακούφισης και ευφορίας.

Μία από τις πιο οδυνηρές ταινίες καταστροφής των τελευταίων χρόνων, το «The Impossible» δεν μπορεί παρά να περιγραφεί ως μια επίθεση στις αισθήσεις, μια εκπληκτικά κινηματογραφημένη περιγραφή μιας από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές στην ιστορία, το τσουνάμι της 26ης Δεκεμβρίου του 2004 που σκότωσε πάνω από 230.000 ανθρώπους σε διάφορες χώρες της Νότιας Ασίας.

Η ταινία δεν προσπαθεί να δώσει ένα χρονικό όλων των πτυχών της εφιαλτικής εκείνης μέρας (πώς θα μπορούσε να το κάνει άλλωστε) αλλά αντίθετα επιλέγει να πει μία από τις απίστευτες αλλά αληθινές ιστορίες που αναδύθηκαν στις μέρες και μήνες που ακολούθησαν. Είναι η ιστορία της πενταμελούς ισπανικής οικογένειας Μπελόν, που χωρίστηκαν, όταν το τσουνάμι χτύπησε το ταϊλανδέζικο θέρετρο όπου διέμεναν, και πέρασαν τις επόμενες μέρες προσπαθώντας να κρατηθούν στη ζωή και να βρουν ξανά ο ένας τον άλλον.

Βλέπουμε τα πάντα μέσα από τα δικά τους μάτια, από την τρομακτική 10λεπτη σκηνή του τσουνάμι και τις απελπισμένες προσπάθειες για επιβίωση, μέχρι την χαώδη κατάσταση των νοσοκομείων και των προσωρινών κέντρων περίθαλψης και τη φρικιαστική εικόνα ανθρώπων και γης που άφησαν τα νερά όταν αποσύρθηκαν. Μόνο κάποιες στιγμές η κάμερα τούς αφήνει στο έδαφος και τραβιέται λίγο πιο ψηλά για να μας δείξει τη μεγαλύτερη εικόνα και τους παρόμοια απελπισμένους ή τραυματισμένους ανθρώπους γύρω από την οικογένεια, να μας υπενθυμίσει την κλίμακα της καταστροφής, το μέγεθος της θλίψης. Το ταξίδι της οικογένειας ανάμεσα στους ρημαγμένους επιζώντες ζωντανεύει μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των γονέων Ναόμι Γουότς και του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, αλλά και των τριών αγοριών τους.

Έχοντας προσγειωθεί στην διεθνή σκηνή με το εξαιρετικό «Ορφανοτροφείο», ο Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα για άλλη μια φορά έρχεται για να εκπλήξει με την επιδεξιότητα με την οποία χειρίζεται μια πολύ μεγαλύτερη αυτή τη φορά πρόκληση και στη μόλις δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μπαίνει με αυτοπεποίθηση στις μεγάλες πια κατηγορίες με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του. Αποδίδει με μαεστρία τις φρικιαστικές στιγμές της καταστροφής, όπου τα σώματα είναι έρμαια των βίαιων ρευμάτων και δέχονται επίθεση από κλαδιά, αντικείμενα, πτώματα και όλων των ειδών τους κινδύνους που κρύβουν τα βρώμικα, θολά νερά, σε μεγάλο βαθμό χάρη στον ήχο που δημιουργεί σασπένς και σοκάρει, όχι πολύ διαφορετικά από ένα θρίλερ.

Τα παράπονα περί συναισθηματικού εκβιασμού ή μιας υπέρμετρα Δυτικο-ευρωπαϊκής οπτικής γωνίας σίγουρα έχουν κάποια βάση (σχεδόν όλοι όσοι συναντούν τα μέλη της οικογένειας είναι τουρίστες, ενώ το χτύπημα στους ντόπιους αναγνωρίζεται ελάχιστα), αλλά δεν αφαιρούν από την, έντιμη τελικά, ταινία την ωμή συναισθηματική δύναμή της.