Το στιλ. Πάνω από όλα το στιλ. Στον Τζέιμς Μποντ αυτό που μετράει περισσότερο από κάθε τι, είναι το στιλ. Το στιλ με το οποίο αυτός ο εξωπραγματικός χαρακτήρας περπατάει, μιλάει, πίνει, σκοτώνει και κάνει έρωτα. Στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ δεν έχει σημασία το τι γίνεται αλλά το πώς γίνεται.
Καταρχάς, τίποτα δεν πρέπει να είναι αληθινό. Είναι από τις ελάχιστες φορές στον αφηγηματικό κινηματογράφο που το αίτημα του ρεαλισμού ακυρώνεται πριν καν τεθεί. Ο Τζέιμς Μποντ είναι, και οφείλει να παραμείνει μέχρι και το τελευταίο πλάνο, ατσαλάκωτος.
Αξεπέραστος στην ενσάρκωση αυτού του στιλ είναι βέβαια ο Σον Κόνερι – ήταν ο πρώτος και καλύτερος Μποντ. Οι τέσσερις επόμενοι (Τζορτζ Λάζενμπι, Ρότζερ Μουρ, Τίμοθι Ντάλτον, Πιρς Μπρόσναν) απλώς προσπάθησαν να τον μιμηθούν και το χειρότερο, προσποιούμενοι ότι δεν τους ενδιαφέρει. Είχαν καλές στιγμές αλλά κανείς τους δεν πέτυχε το «στιλ Τζέιμς Μποντ».
Ο Ντάνιελ Κρεγκ, αντίθετα, ξεκίνησε βάζοντας τον πήχη χαμηλά. Προσπάθησε να φτιάξει έναν δικό του, καινούριο Μποντ, πολύ πιο απλό, πολύ πιο μοντέρνο, πολύ πιο σημερινό. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να φτάσει τον Σον Κόνερι και έτσι τον άφησε, χωρίς το παραμικρό κόμπλεξ, να είναι παρών μέσα στις ταινίες του. Να είναι ζωντανός αλλά και αόρατος. Να είναι εκεί με έναν τρόπο πατρικό, επιτρέποντας στον απόγονό του να υπάρχει με απώτερο σκοπό να τον ξεπεράσει.
Αμέσως, με την εμφάνισή του στο «Casino Royale», ο Κρεγκ μας έπεισε ότι θα είναι ένας διαφορετικός Μποντ, σε έναν καινούριο κόσμο, και τώρα στο «Skyfall» ολοκληρώνει το επίτευγμά του: δεν φοβάται τους κινηματογραφικούς του ανταγωνιστές, αδιαφορεί για τις μιμήσεις και τελικά μοιάζει να παίζει μόνος του απέναντι από ένα άδειο τέρμα και να σκοράρει όποτε θέλει.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όλα αυτά δεν είναι αποφάσεις του ίδιου του Ντάνιελ Κρεγκ. Ο Τζέιμς Μποντ δεν ήταν ποτέ ένα προσωπικό επίτευγμα αλλά μια συλλογική διαδικασία πολλών σεναριογράφων, παραγωγών, τεχνικών και σκηνοθετών. Έβαλα τελευταίους τους σκηνοθέτες και όχι τυχαία. Αυτοί δεν έπαιζαν ποτέ τον πρώτο ρόλο σε μια ταινία του Μποντ. Τις περισσότερες φορές ήταν απλοί εκτελεστές μέσα σε ένα προκατασκευασμένο πλαίσιο.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον Σαμ Μέντες. Βραβευμένος με Όσκαρ («American Beauty», 1999), δημιουργός λεπτών αποχρώσεων («Ο Δρόμος της Επανάστασης», «Ο Δρόμος της Απώλειας») , ο 47χρονος αυτός Βρετανός κατά δήλωσή του ήθελε «να αποδομήσει το είδος για να το ξαναφτιάξει από την αρχή». Μεγάλο στοίχημα, το κατάφερε όμως.
Αυτός ο 007 κάνει τα πιο αιρετικά πράγματα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα παράξενα γκάτζετ και τα περίπλοκα όπλα του παρελθόντος- ένα κάπως πιο σύνθετο πιστόλι βρίσκεται στα χέρια του και αυτό όμως το χάνει κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής. Δεν οδηγεί ούτε υπερσύγχρονα αυτοκίνητα ούτε παράξενες ιπτάμενες μηχανές των τελευταίων ταινιών. Σε αντίθεση, πηγαίνει στο παρελθόν και ξαναβρίσκει την κλασική Άστον Μάρτιν DB5.
Είναι εντελώς διαφορετικός με τις γυναίκες (ακολουθώντας τη γραμμή που είχε ξεκινήσει στο «Casino Royale»), είναι πολύ πιο στοχαστικός, πολύ πιο εσωστρεφής, πιο μοναχικός, πιο φιλοσοφημένος. Έχει επίσης μία καταπληκτική σχέση με την Μ. Και μέσα από αυτή τη σχέση (αναμφίβολα το καλύτερο δίδυμο όλων των ταινιών Μποντ) συνειδητοποιούμε ότι αυτός ο Μποντ είναι ένας εντελώς καινούριος άνθρωπος.
Το «Skyfall» είναι επίσης η ταινία με τις λιγότερες σκηνές δράσης από όλες τις προηγούμενες. Κι όμως – η ουσία της κατασκοπευτικής πλοκής και της αγωνίας παραμένει αναλλοίωτη. Το «Skyfall» είναι το ίδιο περιπετειώδες όπως και οι καλύτερες ταινίες Μποντ.
Πηγαίνοντας στο παρελθόν και χρησιμοποιώντας απλά γκάτζετ, το «Skyfall» κλείνει συνεχώς το μάτι σε παλιότερους Μποντ αλλά και σε διάσημες ταινίες της ιστορίας και κερδίζει τους φανατικούς, τους σοφιστικέ αλλά ίσως ακόμη και τους αδιάφορους προς τον 007 θεατές.
Καταπληκτική είναι επίσης και πολύ πιο καλλιτεχνική απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει η φωτογραφία του εννιά φορές υποψήφιου για Όσκαρ Ρότζερ Ντίκινς (του μόνιμου συνεργάτη των αδερφών Κοέν, με τους οποίους έχει γυρίσει 11 συνολικά ταινίες), ενώ ο Χαβιέ Μπαρδέμ φτιάχνει έναν από τους απολαυστικότερους κακούς όλων των ταινιών του Μποντ.
Η Τόνια Σωτηροπούλου, τέλος, η μόνη Ελληνίδα Μποντ γκερλ εμφανίζεται μεν ελάχιστα στην ταινία (για την ακρίβεια σε τρία σύντομα πλάνα), είναι όμως πανέμορφη, εντυπωσιακή και σέξι.