Το «Σκότωσέ τους Γλυκά», που έκανε την πρεμιέρα του τον Μάιο στις Κάννες, σημαίνει την επιστροφή του Άντριου Ντόμινικ στη μεγάλη οθόνη, μετά το υπέροχο «Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς...», και -παρά τις εμφανώς διδακτικές προθέσεις του- μοιάζει πιστό στο πνεύμα του πολιτικοποιημένου και ασυμβίβαστου δημιουργού του.
Το εξαιρετικό άνοιγμα, όπου οι τίτλοι αρχής διαπλέκονται με τις εικόνες ενός νέου, μη προνομιούχου άνδρα, να περπατάει σε μία ξεχασμένη από τον θεό αμερικάνικη γειτονιά, υπό τους ήχους ενός λόγου του Μπαράκ Ομπάμα για ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δίνει τον τόνο για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει: μία παραβολή για τη σαπίλα των Η.Π.Α., ένα μανιφέστο εναντίον του υποκριτή (όπως φαίνεται να πιστεύει ο Ντόμινικ) Ομπάμα μέσα από μία κλασική ιστορία ληστείας και φόνων στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος.
Ο Μπραντ Πιτ, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Ντόμινικ, ενσαρκώνει τον Τζάκι Κόγκαν, τον άνθρωπο που δίνει λύσεις στα δύσκολα, μαφιόζικα προβλήματα. Μετά από μία ληστεία στην παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη του τοπικού νονού, Μάρκι, ο Κόγκαν καλείται να ανακαλύψει τους δράστες και, φυσικά, να τους περιποιηθεί καταλλήλως. H προσέγγισή του είναι ακαριαία και στεγνή συναισθηματισμών, ακολουθώντας το μοτίβο «killing them softly».
Το φιλμ, ομοίως, δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις: δομείται και αναπνέει στο μοτίβο δεκάδων heist ταινιών αλλά και ταινιών μαφίας, χωρίς όμως να μοιάζει βέβαιο για την κατεύθυνση προς την οποία θέλει να κινηθεί. Επιλέγει έτσι να κάνει μερικά (πολύ εντυπωσιακά) κινηματογραφικά quotes προς πάσα ενδιαφέρουσα κατεύθυνση - ευτυχώς με άφθονο και ξεκαρδιστικά politically incorrect χιούμορ.
Από τα σκορσεζικά «Καλά Παιδιά» μέχρι τους τηλεοπτικούς «Σοπράνος» (ο Γκαντολφίνι, όπως πάντα, κλέβει την παράσταση, εδώ σε έναν περιφερειακό ρόλο) και από την άγρια ομορφιά των ταινιών του Μάικλ Μαν μέχρι τις τσίτες ενός πρώιμου Γκάι Ρίτσι ή/και Ντάνι Μπόιλ, ο Ντόμινικ ξεδιπλώνει το ολοφάνερο ταλέντο του, αναζητώντας τη μοναδικότητα στην πληθωρικότητα - χωρίς να πετυχαίνει πάντα.
Με έντονη διάθεση διδακτισμού και χωρίς άγχος για την προφανή πρόθεση πολιτικής «εκπαίδευσης» ενός (κατά βάση αμερικάνικου) κοινού, ομιλίες του Ομπάμα χρησιμοποιούνται ως ηχητικό χαλί σε κάθε πιθανή ευκαιρία (στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, και αλλού - σε σημείο που καταντάει αστείο), αλλά αυτό τελικά δεν αφαιρεί από τη δυναμική της ταινίας - ή τουλάχιστον είναι ένα μικρό τίμημα που χρειάζεται να πληρώσει ο πιο υποψιασμένος θεατής. Το «Σκότωσέ τους Γλυκά» δείχνει το μεσαίο δάχτυλο στην κυβέρνηση της «αλλαγής» και διαμηνύει μέσω του κεντρικού του χαρακτήρα: «Για ποια κοινότητα και ποια ισότητα μιλάμε; Οι ΗΠΑ δεν είναι χώρα, είναι μπίζνα».