Αγάπη

03.10.2012
Ο Χάνεκε εκτοξεύεται επιτέλους πέρα και πάνω από ιδεολογήματα, στη σφαίρα της φιλοσοφίας και δη της στωικής. Και προτείνει για πρώτη φορά χείρα συμπαθείας και τρυφερότητας στους ήρωές του, πραγματευόμενος τη μόνη αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα της ζωής, τον θάνατο, θέμα βιολογικής συνθήκης και όχι κοινωνικής, αναπόφευκτο γεγονός και όχι, συνεπώς, θέμα συζητήσιμων απόψεων, που μας αφορά όλους, θέλουμε δεν θέλουμε.

Επιστρέφοντας από το κοντσέρτο πιάνου ενός μαθητή τους, ο Ζορζ και η Αν, ανδρόγυνο 80άρηδων πρώην δασκάλων μουσικής, διαπιστώνουν πως το διαμέρισμά τους έχει διαρρηχθεί, χωρίς όμως να έχει κλαπεί κάτι. Την επομένη, στη διάρκεια του πρωινού, η Αν υφίσταται ξαφνικά ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα συνέλθει, αλλά μονάχα πρόσκαιρα. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει, το ίδιο και για τον αμήχανο και καταρρακωμένο Ζορζ, που βλέπει την επί 60 χρόνια αγαπημένη του σύντροφο να σβήνει...

Τι να πει κανείς για τούτο το αριστούργημα! Ομολογώ πως ανέκαθεν (και με μόνη ίσως εξαίρεση τον δραματικά συμπαγή «Κρυμμένο») δυσανασχετούσα με τους ιδεολογικούς μετεωρισμούς του Μίκαελ Χάνεκε, εκνευριζόμουν με τη μισανθρωπιά του.

Εδώ, ο Αυστριακός σκηνοθέτης εκτοξεύεται επιτέλους πέρα και πάνω από ιδεολογήματα, στη σφαίρα της φιλοσοφίας και δη της στωικής. Και προτείνει για πρώτη φορά χείρα συμπαθείας και τρυφερότητας στους ήρωές του, πραγματευόμενος τη μόνη αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα της ζωής, τον θάνατο, θέμα βιολογικής συνθήκης και όχι κοινωνικής, αναπόφευκτο γεγονός και όχι, συνεπώς, θέμα συζητήσιμων απόψεων, που μας αφορά όλους, θέλουμε δεν θέλουμε.

Εκείνο που μελετά ο Χάνεκε είναι η στάση του ανθρώπου μπροστά στο επερχόμενο τέλος, προκειμένου για ένα ζευγάρι που βίωσε τον έρωτα και την αφοσίωση, την αλληλοκατανόηση και την αλληλεξάρτηση, για πάνω από μισό αιώνα. Εξ ου και ο τίτλος του φιλμ, που λέγεται «Αγάπη» και όχι «Θάνατος».

Οι δύο έννοιες είναι μεν συνυφασμένες για τον Χάνεκε (ο επικείμενος θάνατος του ενός εμψυχώνει την αγάπη του άλλου, όπως και η αφόρητη αγάπη για τον σύντροφο που φεύγει επισπεύδει το δικό σου τέλος), όμως είναι τελικά η αγάπη που μένει ως φασματική κληρονομιά για πολύ καιρό μετά τη βιολογική λήξη, όπως φαίνεται και στο απλανές βλέμμα της κόρης στην τελική σκηνή.

Ολα τα παραπάνω ο Χάνεκε τα ξετυλίγει χωρίς να χάνει τη συνήθη αυστηρότητα και ψυχραιμία του, μέσα από μια ελλειπτική αφήγηση που περιορίζει τη δράση στον χώρο του διαμερίσματος όπου γέρασε μαζί το ανδρόγυνο, σκηνές που σημειολογούν (συχνά μεταφυσικά) για τα όσα μέλλονται, μια ευαισθησία που διακριτικά υποβάλλεται χωρίς ποτέ να καταδεικνύεται και δύο βετεράνους ηθοποιούς, τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Εμανουέλ Ριβά, που ζουν στο πετσί τους τους ρόλους του Ζορζ και της Αν, σ' ένα καθεστώς σπαρακτικής συνενοχής, αντιμέτωποι, εκ των ηλικιακών πραγμάτων, με τη δική τους θνητότητα.