Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει

25.09.2012
Η κάμερα των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι εισχωρεί στη φυλακή Ρεμπίμπια, στα προάστια της Ρώμης, και καταγράφει τις οντισιόν, τις συζητήσεις και τη διανομή των ρόλων, τις προετοιμασίες, και εντέλει το ανέβασμα της παράστασης “Ιούλιος Καίσαρας”, με πρωταγωνιστές πραγματικούς κρατουμένους των φυλακών. Το θέατρο βρίσκεται στη φυλακή Ρεμπίμπια, στη Ρώμη. Η παράσταση “Ιούλιος Καίσαρας” του Γουίλιαμ Σαίξπηρ έχει μόλις τελειώσει εν μέσω ενθουσιασμού και επιδοκιμασιών. Τα φώτα σβήνουν και οι ηθοποιοί είναι και πάλι φυλακισμένοι, επιστρέφοντας στα κελιά τους.

Σε δύο κόσμους κινείται η νέα, βραβευμένη με τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου ταινία των αδελφών Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει». Στον κόσμο της φυλακής, και συγκεκριμένα στην υψηλής ασφάλειας πτέρυγα των βαρυποινιτών των αναμορφωτηρίων Ρεμπίμπια της Ρώμης. Και στον κόσμο του «Ιούλιου Καίσαρα» του περίφημου θεατρικού έργου του Σαίξπηρ περί παιχνιδιών εξουσίας και προδοσίας στην αρχαία Ρώμη.

Στην αρχή, όπου παρακολουθούμε σε έγχρωμο την τελευταία σκηνή του θανάτου του Βρούτου και το πέρας της παράστασης ενώπιον ενός μικρού κοινού σ' ένα θέατρο (που θα αποδειχθεί εγκατάσταση των φυλακών) οι δύο κόσμοι είναι χωριστοί, μια διάκριση που σφραγίζεται από την επιστροφή των «ηθοποιών» στα κελιά τους. Στη συνέχεια, καθώς το ασπρόμαυρο φλασμπάκ μάς πάει έξι μήνες πίσω, στις ακροάσεις και στην επιλογή των καταδίκων που θα εμψυχώσουν το έργο υπό την επίβλεψη ενός μη έγκλειστου σκηνοθέτη, γίνονται παράλληλοι. Και βαθμιαία, με τις πρόβες εντός του κτιρίου ή έξω στην αυλή, εξελίσσονται σε ταυτόχρονους. Το σαιξπηρικό κείμενο, απλοποιημένο χωρίς να χάνει την ουσία του και εκφερόμενο από τον καθένα στη δική του τοπική διάλεκτο, γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης από τους καταδίκους, αντανακλά τον νου, το ήθος και τον ψυχισμό τους (εγωισμός και συντροφικότητα, προδοσία και ενοχή, αιχμαλωσία και απελευθέρωση), οσμώνεται με την αλήθεια τους, μέχρι που το πραγματικό και το μυθικό καταλήγουν σε μια σχέση απολύτως αξεδιάλυτη.

Το εντυπωσιακό είναι πως τίποτα από τα παραπάνω δεν τελείται αυθαίρετα ή βεβιασμένα, κι όμως όλα έχουν τη ρευστότητα του φρέσκου, γάργαρου τρεχούμενου νερού. Στα ογδόντα τόσα τους είναι εκρηκτική η ισορροπία που κρατούν οι αδελφοί Ταβιάνι, κινούμενοι στο όριο ανάμεσα στην τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία, στην αποστασιοποίηση και την εγγύτητα, στην αμεσότητα και τον προβληματισμό, στο ακαδημαϊκό και το μεταμοντέρνο, και αναζωογονητικός ο τρόπος που τονίζουν την ανυπαρξία, τελικά, του ορίου αυτού στο φάσμα του έργου ενός καλλιτέχνη, που δεν διαχωρίζει τη ζωή του ως πολιτικό ον από τη τέχνη που υπηρετεί. Από τις ευφυείς και συμπυκνωμένες, μαζί και ανθρώπινες, «γήινες» ατάκες των σπουδαίων δημιουργών.

Το πρωταγωνιστικό καστ απαρτίζεται από πρώην καταδίκους, ενώ οι κάρτες που μας τους συστήνουν στο πρώτο δεκάλεπτο του φιλμ, με τα ονόματά τους, το έγκλημα που διέπραξαν και την ποινή τους, αφορούν την πραγματική τους ταυτότητα.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ