Magic Mike

06.07.2012
Για λογαριασμό της νέας του ταινίας, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ επιχειρεί μια δελεαστική καταβύθιση στον κόσμο του αντρικού στριπτίζ. Στην πορεία, όμως, φαίνεται να αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να σερβίρει στο κοινό του μια απλοϊκή και άκρως μοραλιστική παραβολή.

Η τρίτη σκηνοθετική δουλειά του πολυγραφότατου Στίβεν Σόντερμπεργκ μέσα στην ίδια κινηματογραφική σεζόν (μετά το μέτριο «Contagion» και το ψυχαγωγικό «Haywire») προσφέρει μια γαργαλιστική αλλά απολύτως επιδερμική ξενάγηση στον κόσμο του αντρικού στριπτίζ, η οποία βασίζεται εν μέρει σε προσωπικές εμπειρίες του πρωταγωνιστή Τσάνινγκ Τέιτουμ από τον καιρό ακόμη που εκείνος προσπαθούσε με δυσκολία να εισχωρήσει στον κόσμο της σόου μπίζνες. Παραγωγός του φιλμ, ο ικανότατος (όπως αποδεικνύει με κάθε νέα του εμφάνιση) ηθοποιός ενσαρκώνει έναν έμπειρο σέξι χορευτή σε νυχτερινό κλαμπ ο οποίος αναλαμβάνει να μυήσει έναν αφελή 19χρονο νεαρό στα μυστικά του επαγγελματικού αντρικού στριπτίζ, δίνοντας με τον τρόπο αυτό στον σκηνοθέτη την αφορμή για να περιηγηθεί με την κάμερά του εντός και εκτός της σκηνής όπου κάθε βράδυ μια χούφτα από γυμνούς αρσενικούς επιβήτορες προσπαθεί να εγείρει εκ του ασφαλούς τις σεξουαλικές ορέξεις του κοινού του.

Όπως ο Πολ Τόμας Άντερσον επιχειρούσε δεκατρία χρόνια πριν, με τις «Ξέφρενες Νύχτες», μια ματιά σε ένα κόσμο όπου το σεξ ανάγεται σε θέαμα, το αντρικό σώμα γίνεται εκμεταλλεύσιμο είδος και η ανθρώπινη φαντασίωση μετατρέπεται σε περιζήτητο εμπορεύσιμο προϊόν, έτσι και ο Σόντερμπεγκ προσπαθεί να βαδίσει αντίστοιχες θεματικές περιοχές με το «Magic Mike». Εκεί όμως που το δεξιοτεχνικό έπος του Άντερσον αποκτούσε τις διαστάσεις και το εκτόπισμα ενός πολυφωνικού δράματος που εκτυλίσσεται στην σκιά του Αμερικανικού Ονείρου και σκάβει αλλεπάλληλα σε μερικές από τις λιγότερο ελκυστικές γωνιές του, η αξιοπρεπής δουλειά του Σόντερμπεγκ δεν ξεπερνά σκηνοθετικά το επίπεδο μιας διεκπεραίωσης, γεγονός που χαρακτηρίζει μάλλον και το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του 49χρονου δημιουργού.

Η ηχηρότερη απογοήτευση που επιφυλάσσει η ταινία του βρίσκεται, ωστόσο, σε ένα προβλέψιμο και σαφέστατα ηθικοπλαστικό σενάριο το οποίο, εκτός από τις άφθονες διδακτικές βολές που εκτοξεύει, προσπερνά οτιδήποτε ουσιωδέστερο προκειμένου να εστιάσει σε μια εντελώς επιφανειακή ιστορία αυτογνωσίας και σε μια πολυιδωμένη ρομαντική πλοκή, οι ήρωες της οποίας δεν καταφέρνουν να πετύχουν λεπτό την παραμικρή ερωτική χημεία μεταξύ τους. Κάπως έτσι, πίσω από τα αστραφτερά χορευτικά νούμερα που παρελαύνουν τακτικά επί οθόνης, την γενναιόδωρη πασαρέλα των καλογυμνασμένων αντρικών κορμιών ή την ζωηρή παρουσία του Μάθιου Μακόναχι ο οποίος κλέβει με ξεχωριστή άνεση τα βλέμματα από τους (νεαρότερους) συμπρωταγωνιστές του, το «Magic Mike» περιορίζει ένα πολλά υποσχόμενο ψυχαγωγικά και ποιοτικά υλικό στο ασφυκτικό σχήμα μιας απλοϊκής παραβολής.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ