Η υψηλή κοινωνία της Φιλαδέλφεια περιμένει με ανυπομονησία τον γάμο της διαβόητης Τρέισι Λορντ. Ο πρώην σύζυγός της, παρά τον επεισοδιακό χωρισμό τους, που περιλάμβανε την κακοποίηση ενός μπαστουνιού του γκολφ και μία μικρή δόση ξεκαρδιστικής συζυγικής βίας, τρέφει ακόμα αισθήματα για κείνη, καμουφλαρισμένα ωστόσο σε βιτριολικά σχόλια, προορισμένα να πληγώσουν τον εγωισμό της. Σε μία ύστατη προσπάθεια να ανατρέψει την κατάσταση, προσκαλεί στον κλειστό γάμο τον δημοσιογράφο μιας κουτσομπολίστικης εφημερίδας, μη γνωρίζοντας ότι έτσι προσθέτει έναν ακόμα αντίπαλο στον αγώνα για την καρδιά της δεσποινίδας Λορντ.
Ο θεατρικός συγγραφέας Φίλιπ Μπάρι προόριζε ξεκάθαρα το «Philadelphia Story» για μια θριαμβευτική επιστροφή της Κάθριν Χέπμπορν στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ, προκειμένου να ξεπεράσει τη δυσμένεια στην οποία είχε πέσει το 1938, όταν οι ταμπλόιντ της χάριζαν τον τίτλο «το δηλητήριο του box office». Αμέσως μετά την εκπλήρωση του βασικού στόχου, ο τότε σύντροφός της Χάουαρντ Χιουζ της δώρισε τα δικαιώματα του έργου και μαζί τη δυνατότητα να επιλέξει τον παραγωγό, τον σκηνοθέτη και τους συμπρωταγωνιστές της για μία κινηματογραφική μεταφορά, που θα επιβεβαίωνε ακόμα μία φορά την υπεροχή της κόντρα στους φαρμακόγλωσσους κύκλους του Χόλιγουντ. Εκείνη, πολύ σοφά, υπέδειξε τον Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, τον Τζόρτζ Κιούκορ και τους Κάρι Γκραντ και Τζέιμς Στιούαρτ αντίστοιχα. Τι θα μπορούσε άραγε να πάει στραβά με έναν τέτοιο συνδυασμό;
Προφανώς τίποτα. Το πρωταγωνιστικό τρίο βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα, εκτοξεύοντας φαρμακερές ατάκες με ρυθμό πολυβόλου, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι ακολουθούν χωρίς διόλου να υστερούν σε ετοιμότητα. Στο τέλος κανείς δεν λαβώνεται θανάσιμα, ωστόσο το αποτέλεσμα μακράν απέχει από τον ζαχαρώδη ρομαντισμό. Μίαπειστική σάτιρα της αριστοκρατίας, εφοδιασμένη με πνευματώδες χιούμορ που θα ζήλευε κι ο Όσκαρ Ουάιλντ, το «Philadelphia Story» αποτολμά ταυτόχρονα μία διακριτική αλλά σαφή απεικόνιση του αλκοολισμού του χαρακτήρα του Κάρι Γκραντ, που έντεχνα ξεγλιστρούσε από τον αυστηρότατο κώδικα λογοκρισίας της εποχής.
Το σχέδιο πέτυχε απόλυτα. Μπορεί η Χέπμπορν, σε αντίθεση με τον Στιούαρτ, να μην κέρδισε το Όσκαρ,εκτοξεύτηκε όμως ξανά στην κορυφή, ανακτώντας τη χαμένη της δημοτικότητα, ο Ντόναλντ Όγκντεν Στιούαρτ απέκτησε ένα χρυσό αγαλματίδιο για το διασκευασμένο του σενάριο, ο Κάρι Γκραντ επιβεβαίωσε για άλλη μία φορά ότι είναι απολαυστικός απλά και μόνο υποδυόμενος τον... εαυτό του, και το κοινό μπορεί ακόμη να απολαμβάνει ανερυθρίαστα μία από τις ωραιότερες κομεντί όλων των εποχών. Ίσως τελικά το μόνο μείον που συνοδεύει το «PhiladelphiaStory» είναι η θλιβερή διαπίστωση ότι «δεν τις φτιάχνουν πια όπως παλιά».
Θανάσης Πατσαβός