Στο Δρόμο

03.05.2012
Προσεγμένη αλλά εντελώς άψυχη και προβληματική σεναριακά διασκευή στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ, για την οποία φαίνεται να επινοήθηκε ο χαρακτηρισμός «ευγενής αποτυχία».

Για δεκαετίες ολόκληρες το σινεμά επιχειρούσε να προσεγγίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό το πραγματικά μυθικό βιβλίο της αμερικανικής λογοτεχνίας, το οποίο όσο γοητευτικό παρέμενε σταθερά μέσα στα χρόνια, άλλο τόσο δύσκολη έμοιαζε ανέκαθεν η κινηματογράφησή του.

Αφού πολυάριθμοι σκηνοθέτες προσπάθησαν κατά καιρούς να δρομολογήσουν τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη (από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα μέχρι τον Τζόελ Σουμάχερ), ο άνθρωπος στον οποίο ανατέθηκε το δύσκολο έργο της διασκευής κατέληξε μόλις πέρσι να είναι ο Βάλτερ Σάλες.

Η επιλογή έμοιαζε αρχικά ιδανική. Εκτός του ότι αποτελεί έναν από τους πιο ένθερμους θαυμαστές της μυθιστορηματικού οδοιπορικού που έγραψε το 1951 (και δημοσίευσε το 1957) ο Τζακ Κέρουακ, ο βραζιλιάνικης καταγωγής δημιουργός είχε ήδη δοκιμαστεί επιτυχώς στο είδος της ταινίας δρόμου, με θαυμάσια φιλμ όπως ο «Κεντρικός Σταθμός» και τα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας».

Αναλαμβάνοντας να μεταφράσει κινηματογραφικά ένα βιβλίο που δεν απλώνεται σε κάποια ξεκάθαρη αφήγηση, αλλά βασίζεται σε μια χαλαρή και επεισοδιακή πλοκή, ο Σάλες και ο σεναριογράφος του αποπειράθηκαν να κρατήσουν το κατακερματισμένο ύφος του συγγραφέα και να μεταφράσουν με όσο το δυνατόν πιο γλαφυρές εικόνες την εκστατική περιπλάνηση που επιχειρούν οι ήρωες του Κέρουακ στην αμερικανική ενδοχώρα της δεκαετίας του ’40, ρουφώντας εμπειρίες σαν ένα αχόρταγο σφουγγάρι και αναζητώντας λιγότερο ένα μέρος στο οποίο να ανήκουν και περισσότερο ένα πιο ολοκληρωμένο και ειλικρινές κομμάτι του εαυτού τους.

Τι κρίμα, ωστόσο, που οι περισσότερες επιλογές που έγιναν για λογαριασμό του φιλμ αποδεικνύονται άκρως συζητήσιμες, ξεκινώντας από την ανάθεση του πρωταγωνιστικού ρόλου σε ένα νωθρό Σαμ Ράιλι (ο νεαρός ηθοποιός που ενσάρκωσε τον Ιαν Κέρτις στο «Control»), ο οποίος αδυνατεί να δικαιώσει τον εμβληματικό χαρακτήρα που κλήθηκε να υποδυθεί.

Από την πλευρά του, ο σεναριογράφος Χοσέ Ριβέρα προτίμησε να καταφύγει ούτε λίγο ούτε πολύ σε μια άψυχη σύνοψη του βιβλίου, υπογραμμίζοντας τα σημαντικότερα, κατά τη γνώμη του, σημεία στα οποία αξίζει να σταθεί κανείς ή προσπερνώντας σημαντικά κεφάλαια και σελίδες του προκειμένου να υπερτονίσει άσκοπα τις πιο ερωτικές παραμέτρους του.

Με τη σειρά του, ο Σάλες φανερώνει μεν εξαιρετικό ζήλο στην αναβίωση της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται η δράση, αναπαριστά παρ' όλα αυτά τη σχεδόν ρομαντική Αμερική των επαρχιακών κωμοπόλεων και των μεγάλων αστικών κέντρων, των ανοιχτών οριζόντων και των αχανών αυτοκινητοδρόμων μέσα από έναν καλλωπιστικό και εντελώς καρτ ποσταλικό τρόπο.

Συμπιέζει, επιπλέον, ολόκληρες ταξιδιωτικές βινιέτες του μυθιστορήματος σε ταχύρρυθμα μοντάζ που εξαφανίζουν το θεματικό τους αντικείμενο προτού ο θεατής προλάβει να εμπλακεί συναισθηματικά μαζί του.

Είναι μάλλον αυτονόητο ότι η ηδονή των λέξεων και η ατίθαση πρόζα που συνέλαβε ο Κέρουακ στις αυτοβιογραφικές σελίδες του χρονικού του χάνονται παντελώς κατά την επιγραμματική μεταφορά τους στη μεγάλη οθόνη.

Κι αυτό που μένει πίσω μοιάζει με το κινηματογραφικό συνώνυμο ενός τουριστικού ταξιδιού που αναγκάζεται κανείς να πραγματοποιήσει καθηλωμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, ασφυκτιώντας για λίγο καθαρό αέρα από τα μπροστινά παράθυρα και δίχως να του επιτρέπονται οι ενδιάμεσες στάσεις.