Την ιστορία μέχρι εδώ την θυμάστε: το 2002 ο Σαμ Ράιμι ανέλαβε να αναβιώσει κινηματογραφικά τον Άνθρωπο- Αράχνη, το πιο περήφανο, ίσως, λογοτεχνικό παιδί των Marvel Comics και της μακράς λίστας υπερηρώων τους, επιλέγοντας ως πρωταγωνιστή τον Τόμπι Μαγκουάιρ, παρτενέρ του την Κίρστεν Ντανστ, τον Τζέιμς Φράνκο στον ρόλο του πιο στενού φίλου του και τον Γουίλεμ Νταφό να επωμίζεται τον χαρακτήρα του κακού. Η ταινία γνώρισε σαρωτική επιτυχία (όπως και ανέλπιστη υποστήριξη από την πλευρά της κριτικής), ακολούθησε μια συνέχεια αντάξια, αν όχι καλύτερη, του πρώτου φιλμ και η εξωφρενικά δημοφιλής και επικερδής εμπορικά τριλογία που σχηματίστηκε έκλεισε με μια πολύ μέτρια (αλλά εξίσου χρυσοφόρα εισπρακτικά) τελευταία ταινία.
Παρά τις πιέσεις του μεγάλου χολιγουντιανού στούντιο που δρομολόγησε την κινηματογραφική επάνοδο του Spider-Man, ο Ράιμι και οι υπόλοιποι συντελεστές της τριλογίας του αποφάσισαν πως είχε φτάσει η στιγμή να αποχαιρετήσουν οριστικά τις περιπέτειες του Ανθρώπου- Αράχνη, αφήνοντας το 2008 την εταιρία Sony να ψάχνει εναγωνίως αντικαταστάτες για μια συνέχιση της δημοφιλούς φιλμικής σειράς, η οποία θα έπρεπε μάλιστα να επέλθει το συντομότερο δυνατό.
Μέχρι η χρονιά να τελειώσει, ο Μαρκ Γουέμπ («500 Μέρες με την Σάμερ») είχε ήδη δεχτεί να αναλάβει τα σκηνοθετικά καθήκοντα και ο βρετανικής καταγωγής (και σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό) Άντριου Γκάρφιλντ να επωμισθεί τον ρόλο του δειλού νεαρού αγοριού που ήταν γραπτό να μεταμορφωθεί σε απρόθυμο ήρωα. Όσο για το σχέδιο, που θα έφερνε την σεναριακή υπογραφή των Άλβιν Σάρτζεντ (ο οποίος είχε αναλάβει την συγγραφή των τριών ταινιών του Σαμ Ράιμι), Στιβ Κλόουβς (δικής του πένας οι περισσότεροι «Χάρι Πότερ») και Τζέιμς Βάντερμπιλτ (του ανήκει το σενάριο του «Zodiac»), αυτό είχε σκοπό να μηδενίσει και να ξεκινήσει τη μυθολογία του Ανθρώπου- Αράχνη από την αρχή.
Δυο χρόνια μετά, το «The Amazing Spider-Man» καταφθάνει στις αίθουσες ως μια αχρείαστη αλλά συμπαθής επανεκκίνηση στην ιστορία του δημοφιλούς κόμικ ήρωα η οποία επιστρέφει τον νεαρό πρωταγωνιστή πίσω στην άγαρμπη εφηβεία του, τον φέρνει εκ νέου σε πρώτη επαφή με τις ικανότητες που θα ορίσουν στο εξής το επικό πεπρωμένο του και αντιπαραθέτει τις θαρραλέες εξορμήσεις του με τα αισθηματικά.διλήμματα που πυροδοτεί η αγάπη για μια συμμαθήτριά του. Δημιουργός μιας από τις ωραιότερες ρομαντικές δημιουργίες της πρόσφατης μνήμης, ο Γουέμπ αποδεικνύεται μεν επαρκής στις (προβλέψιμες) σκηνές δράσης, φαίνεται όμως να βρίσκεται περισσότερο στο στοιχείο του όταν φιλμάρει τις συναισθηματικές συνδιαλλαγές των ηρώων και αγκαλιάζει με τρυφερότητα το σταδιακό ερωτικό δέσιμο των δυο νεαρών πρωταγωνιστών.
Αυτή ακριβώς η εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο στοιχείο κόντρα στις ισοπεδωτικές διαστάσεις μιας θεαματικής χολιγουντιανής παραγωγής είναι που βοηθά την ταινία να αποζημιώσει για αρκετή από την έλλειψη φαντασίας που την διακρίνει (παρά τις προσπάθειες των άξιων σεναριογράφων είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μια ανέμπνευστη συνταγή). Ειδάλλως, το «Amazing Spider-Man» ακολουθεί μια γνώριμη και κουρασμένη φόρμουλα κόμικ διασκευών, δίχως να επιχειρεί την παραμικρή ανατροπή της και σκοντάφτει πάνω σε αλλεπάλληλα dejavu που φροντίζουν να υπενθυμίζουν διαρκώς ότι η ενθουσιώδης δουλειά του Σαμ Ράιμι πάνω στο ίδιο υλικό υπήρξε απείρως ανώτερη.