Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία ο Μόντε Χέλμαν έφτασε πολύ κοντά στο να συναντήσει την αναγνώριση που του άξιζε. Τυχοδιώκτης σκηνοθέτης, πρώην συνεργάτης του Ρότζερ Κόρμαν και δουλεύοντας διαρκώς στο περιθώριο των στούντιο, ο Χέλμαν είχε προηγουμένως βρει στο γουέστερν ιδανικό καταφύγιο για τις ελλειπτικές αφηγήσεις και τις μεταφορικές θεματικές του, υπογράφοντας δύο μικρά κομψοτεχνήματα: το «Ride in the Whirlwind» στα 1965 και το «The Shootist», δύο χρόνια μετά.
Την καθοριστική εκείνη περίοδο που ο «Ξέγνοιαστος Καβαλάρης» γινόταν η επιτυχία-φαινόμενο και μαζί η σημαία μιας ολόκληρης γενιάς, το Χόλιγουντ άρχισε να αναζητά επίμονα την επόμενη ταινία που θα μπορούσε να αναχθεί σε έμβλημα της τότε αντι-κουλτούρας, με τον ίδιο τρόπο που η δημιουργία του Ντένις Χόπερ το είχε καταφέρει. Ο Χέλμαν είχε την προοπτική μιας τέτοιας ταινίας στα χέρια του: ένα αινιγματικό και αλληγορικό σενάριο – από δύο πρωτοεμφανιζόμενες και σχετικά νεαρές σε ηλικία πένες – που σκιαγραφούσε με τον πιο απαισιόδοξο τρόπο την Αμερική των αρχών του ’70 μέσα από την περίπτωση δύο νεαρών φίλων που διασχίζουν την ενδοχώρα, κερδίζοντας το χαρτζιλίκι τους από στοιχήματα για παράνομους αγώνες ταχύτητας στους οποίους συμμετέχουν.
Ο Οδηγός και ο Μηχανικός – όπως μας τους συστήνει το σενάριο – τρέχουν αδιάκοπα τη Σεβρολέτ τους από τη μία κούρσα στην άλλη, προσθέτοντας αλλεπάλληλα χιλιόμετρα στο κοντέρ τους, ανταλλάσσοντας ελάχιστες κουβέντες μεταξύ τους και πραγματοποιώντας το ίδιο συνεχές ταξίδι. Οι δύο ήρωες δεν έχουν όνομα, δεν έχουν παρελθόν, δεν έχουν προορισμό. Το μόνο που τους ενώνει είναι μια ψυχωτική αγάπη για τα αυτοκίνητα και την ηδονή της ταχύτητας. Οι ατελείωτοι αυτοκινητόδρομοι, τα εστιατόρια στην άκρη της ασφάλτου, τα βενζινάδικα στη μέση του πουθενά γίνονται το προσωρινό τους σπίτι.
Ένα νεαρό κορίτσι αποφασίζει να περιπλανηθεί μαζί τους. Δηλώνει ότι δεν έχει να χάσει τίποτα και τους ακολουθεί. Προσπαθεί να κάμψει το συναισθηματικό τείχος που έχουν υψώσει γύρω τους. Σύντομα όμως συνειδητοποιεί πόσο πεισματικά σφαλιστό είναι αυτό το ιδεοληπτικό σύμπαν στο οποίο οι δύο άντρες έχουν επιλέξει να κατοικήσουν. Από το τιμόνι της γυαλιστερής του Πόντιακ, ένας υπερφίαλος μεσήλικας άντρας με το όνομα G.T.O. προσκαλεί λίγο αργότερα τους δύο ήρωες σε αναμέτρηση. Όποιος τερματίσει πρώτος στη διαδρομή από το Νέο Μεξικό στην Γουάσινγκτον κερδίζει το αμάξι του άλλου. Η κούρσα ξεκινά. Για τους τέσσερις ασυνήθιστους επιβάτες της, δεν θα τελειώσει ποτέ.
«Ποτέ δεν μπορείς να τρέξεις αρκετά γρήγορα»
Παρ’όλο που η αρχική μορφή του σεναρίου δεν τον ικανοποίησε αρκετά, ο Μόντε Χέλμαν βρήκε κάτι το εξαιρετικό στην ιστορία των δύο περιθωριακών νεαρών και της παθολογικής προσκολλήσεώς τους σε μια ιδέα. Το ίδιο συναίσθημα φαίνεται να συμμεριζόταν και η εταιρεία Universal που χρηματοδότησε το φιλμ και έδωσε στον σκηνοθέτη πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο, νομίζοντας ότι σε αυτό είχε βρει τον επόμενο «Ξέγνοιαστο Καβαλάρη».
Ο Χέλμαν προσέλαβε για το ρόλο του G.T.O. τον Γουόρεν Όουτς, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στην προηγούμενή του ταινία. Διάλεξε, ωστόσο, να αναθέσει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους όχι σε κανονικούς ηθοποιούς αλλά σε δύο απαίδευτους ερμηνευτικά μουσικούς: τον τραγουδοποιό Τζέιμς Τέιλορ και τον ντράμερ των Beach Boys (και σόλο τραγουδιστή) Ντένις Γουίλσον. Ο μοναδικός γυναικείος χαρακτήρας της ταινίας κατέληξε ύστερα από πολύμηνες οντισιόν στην 18χρονη Λόρι Μπερντ που, εφτά χρόνια αργότερα, έβαλε απότομα τέλος στη ζωή της. Τον Απρίλη του 1971 κι ενώ το φιλμ δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στα αίθουσες, το περιοδικό Esquire τού χάριζε στο εξώφυλλό του μια υποψηφιότητα για «Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς».
Τέτοια ήταν η σιγουριά για την αίσθηση που αναμενόταν να προκαλέσει το «Two-Lane Blacktop» ώστε στο εσωτερικό του δημοφιλούς εντύπου δημοσιευόταν και το σενάριο – ένα προνόμιο που ουδέποτε είχε δοθεί σε ταινία. Μια κλιμακούμενη αίσθηση προσμονής άρχισε να βαραίνει από εκείνη τη στιγμή τις πλάτες του Μόντε Χέλμαν και του υπαρξιακού road movie του. Τον Ιούλιο, το πολυαναμενόμενο φιλμ κυκλοφορεί στο σινεμά εν μέσω εξαιρετικά φειδωλών κριτικών που παραπονιούνται για την ασάφεια της ιστορίας και των ηρώων, για τον υπερβολικά μεταφορικό χαρακτήρα του σεναρίου, για τη μονότονη υποκριτική του Τέιλορ και του Γουίλσον. Η πρώτη φουρνιά των θεατών που μπαίνει να δει την ταινία εγκαταλείπει μουδιασμένη. Ο Μόντε Χέλμαν προσέφερε στο δικό του φιλμ μια πλοκή-φάντασμα και δυο χαρακτήρες που μοιάζουν θολές κουκκίδες στο ανοιχτό σινεμασκόπ τοπίο. Στερούσε επιπλέον από το κοινό του όχι μόνο κάποιες απαντήσεις αλλά και ένα υποτυπώδες, έστω, φινάλε που θα μπορούσε να βάλει κατακλείδα στην αδιέξοδη πορεία των ηρώων.
Το τέλος του ταξιδιού
Η ταινία αντλούσε ασφαλώς σημασίες και έννοιες από το οικείο και πολυχρησιμοποιημένο λεξικό της εποχής: νεανική αλλοτρίωση, απουσία νοήματος, σύγκρουση του παλιού κόσμου με τον καινούργιο, η μεγάλη αμερικανική αποξένωση όπως τη βιώνουν δύο γενιές αντρών και μαζί μια ολόκληρη χώρα. Όλα βρίσκονταν ωστόσο κρυμμένα πίσω από τις βαριές σιωπές και τα άδεια βλέμματα των ηρώων. Ο σκηνοθέτης δεν άφηνε τίποτα να εκδηλωθεί. Το «Two-Lane Blacktop» δεν είχε κάποια σαφή και ξεκάθαρα διατυπωμένη δήλωση να κάνει. Την απελπισία του μπορούσες να την μαντέψεις ή να την αισθανθείς. Ο Χέλμαν έκανε την ταινία του να μοιάζει με το θλιμμένο χανγκόβερ μετά το μεθύσι των 60s. Με το ξύπνημα σε ένα ταξίδι για το πουθενά. Το φιλμ που καίγεται στο φινάλε, αφήνοντας ήρωες και ιστορία να αιωρούνται, είναι ίσως μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της αμερικανικής οθόνης του ’70. Φυλακίζει μέσα στο παγωμένο πλάνο το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Και την αγωνία γι’ αυτό που ξημερώνει. Γι’ αυτό που έρχεται. Ή πολύ απλά γι’ αυτό που απομένει.
Η αποτυχία της ταινίας έκοψε οριστικά κάθε προσπάθεια του σκηνοθέτη να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό. Μετά το «Two-Lane Blacktop», ο Χέλμαν επέστρεψε στον γνώριμό του κόσμο, εκείνων των φτηνών, προσωπικών ταινιών που ελάχιστοι επρόκειτο να δουν. Μέχρι σήμερα χαμογελά πικρά όταν κάποιος μνημονεύει το «Two-Lane Blacktop» ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες της δεκαετίας του ’70.